Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Περί Παντελήδων μακριά από κόμματα μην βρουν μπελά “Πατρίς, Θρησκεία — Φαμελιά”…

Γρά­φει ο \\ Αστέ­ρης Αλα­μπής _Μίδας

1975, είχε πέσει ένα χρό­νο πριν –όχι ανα­τρα­πεί η δικτα­το­ρία ως προ­ϊ­όν συμ­βι­βα­σμού μετα­ξύ χού­ντας _αστικών πολι­τι­κών δυνά­με­ων και παρέμ­βα­σης ΗΠΑ και μεις με τη φλό­γα της νιό­της και το κόκ­κι­νο άστρο της ΕΣΣΔ στο από­γειο (έτσι το βλέ­πα­με τότε), μοι­ρά­ζα­με το χρό­νο μας μετα­ξύ γρα­φεί­ων ΚΟΑ (στην Κάνιγ­γος εκεί­νο τον και­ρό) ΚΝΕ (Γρα­βιάς), με ξενύ­χτια στις τότε μπουάτ της Πλά­κας _α…αα… ΝΑΙ!  και ψάχνο­ντας (δευ­τε­ρευό­ντως και χαλα­ρά) για καμιά δουλειά.

Μπουάτ πολ­λές τελεί­ως αλλαγ­μέ­νες από εκεί­νες της 10ετίας του ΄60: από την “Δια­γώ­νιο” για τους πιο κουλ­του­ριά­ρη­δες και μέχρι εκεί­νο το μαγα­ζί _το Λημέ­ρι (παρυ­φές Κυδα­θη­ναί­ων), όπου έπαι­ζε και τρα­γου­δού­σε αντάρ­τι­κα ο Πάνος Τζα­βέλ­λας και χιλιά­δες νέοι, αλλά και μεγα­λύ­τε­ρης ηλι­κί­ας κατέ­κλυ­ζαν κάθε νύχτα _μέχρι πρω­ί­ας, αφού πολ­λές φορές έκα­νε μέχρι και τρεις παρα­στά­σεις, ώστε να χωρέ­σου­με όλοι.

Εμείς τα λεγό­με­να “αντάρ­τι­κα” τα ξέρα­με και τα τρα­γου­δά­γα­με και επί χού­ντας, μαζί με το ύμνο της ΚΝΕ (αρχί­ζο­ντας πάντα από το “Μαύ­ρα Κορά­κια” και τον “Μπε­ζε­ντά­κο”)

                  Ο λόγος περί Παντελήδων

27_ Ιού­λη, γιορ­τά­ζε­ται στις Ορθό­δο­ξες Εκκλη­σί­ες η μνή­μη του Άγιου Παντε­λε­ή­μο­να, κατε­ξο­χήν προ­στά­της των ανα­πή­ρων για­τρός μάλι­στα ανάρ­γυ­ρος (χωρίς πλη­ρω­μή για όσες_ους δεν …), αλλά εμείς δε θα μιλή­σου­με γι αυτόν αλλά, για κάποιον “μακριά από κόμ­μα­τα μην βρει μπε­λά _Πατρίς, Θρη­σκεία και Φαμε­λιά, έντι­μο άνθρω­πο, κυρ Παντε­λή, έντρο­μο, άβου­λο και φασου­λή, άδειο πετσί χωρίς πνοή σκου­λή­κι άχρη­στο σ’ αυτή τη γη”…

Έντι­με άνθρω­πε, κυρ Παντελή,
έχεις κατά­στη­μα κάπου στη γη.
Που­λάς εμπό­ρευ­μα, βγά­ζεις λεφτά
πολ­λά λεφτά, πολ­λά λεφτά.

Τις Κυρια­κές πρωί στην εκκλησιά
σταυ­ρο­κο­πιέ­σαι στην Παναγιά.

Έντι­με άνθρω­πε, κυρ Παντελή,
έχεις και σύζυ­γο, κόρη, παιδί,
μοντέρ­να έπι­πλα, έγχρω­μη TV,
τρως τρο­φή πνευματική.

Μακριά από κόμ­μα­τα μην βρεις μπελά,
“Πατρίς, θρη­σκεία και φαμελιά”.

Έντι­με άνθρω­πε, κυρ Παντελή,
τι κι αν πεθαί­νου­νε πάνω στη γη
χιλιά­δες άνθρω­ποι χωρίς ψωμί,
μαύ­ροι, λευ­κοί ή κίτρινοι;

Ο γιος σου μονα­χά να ’ναι καλά
ν’ αφή­σεις τ’ όνο­μα και τον παρά.

Έντι­με άνθρω­πε, κυρ Παντελή,
σκεύ­ρω­σες, σάπι­σες στο μαγαζί.
Τη νιό­τη ξόδε­ψες και την ορμή
για τη δραχ­μή, για το πετσί.

Δίπλα σου τ’ όνει­ρο, η ζωή και το φως
μα εσύ στο κου­φά­ρι σου κλει­σμέ­νος εντός.

Ξέρεις πως δώσα­νε, κυρ Παντελή,
άλλοι τα νιά­τα τους και τη ζωή
να γίνει τ’ όνει­ρο φέτα ψωμί
να φας κι εσύ, κυρ Παντελή;

Κι εσύ τι έδω­σες, κυρ Παντελή;
Πες μας τι έκα­νες σ’ αυτή τη γη.
Πες μας τι άφη­σες κληρονομιά
που να εμπνέ­ει τη νέα γενιά.

Έντι­με άνθρω­πε, κυρ Παντελή,
έντρο­με, άβου­λε, συ φασουλή,
βρώ­μι­σες τ’ όνει­ρο και την ψυχή,
άδειο πετσί χωρίς πνοή.

Έντι­μοι άνθρω­ποι, νέα γενιά,
θάψ­τε τους έντι­μους μες στα σπαρτά
κι αυτούς που φτιά­ξα­νε τον Παντελή
σκου­λή­κι άχρη­στο σ’ αυτή τη γη.
_                      1975  στίχοι_Μουσική Πάνος Τζαβέλλας

Συναυ­λία – αφιέ­ρω­μα στον Πάνο Τζα­βέλ­λα (ΔΩΡΕΑΝ)

Ο Π. Τζα­βέλ­λας γεν­νή­θη­κε το 1925 στην Κοζά­νη. Μαθη­τής Γυμνα­σί­ου, στην Κατο­χή, εντάσ­σε­ται στην ΕΠΟΝ και μετά στον ΕΛΑΣ. Ξανα­βγαί­νει στο βου­νό με το Δημο­κρα­τι­κό Στρα­τό, όπου τραυ­μα­τί­ζε­ται, συλ­λαμ­βά­νε­ται και ακρω­τη­ριά­ζε­ται στο δεξί του πόδι. Από εκεί αρχί­ζει ο δρό­μος για τις φυλα­κές. Δικα­σμέ­νος 3 φορές σε θάνα­το, αρρω­σταί­νει βαριά το 1959 από τη νόσο του Burgen και πηγαί­νει για θερα­πεία στη Σοβιε­τι­κή Ένω­ση, όπου παρέ­μει­νε μέχρι το 1965. Εκεί σπού­δα­σε μου­σι­κή και γνώ­ρι­σε τον μεγά­λο συν­θέ­τη Ντι­μί­τρι Σοστα­κό­βιτς. Στην Ελλά­δα επέ­στρε­ψε το 1965, αλλά τρία χρό­νια μετά φυλα­κί­ζε­ται πάλι, αυτή τη φορά από τη χού­ντα, για παρά­νο­μη δρά­ση ενά­ντια στη χούντα.
Απο­φυ­λα­κί­στη­κε το 1971 με «ανή­κε­στο βλά­βη» και ξεκί­νη­σε σαν μου­σι­κός να παί­ζει στις μπουάτ της Πλά­κας. Εκεί τον βρή­κε η μετα­πο­λί­τευ­ση, όπου πλέ­ον ελεύ­θε­ρα τρα­γου­δά τα τρα­γού­δια της Εθνι­κής Αντί­στα­σης _Ριζο­σπά­στης
Δεν κρύ­βει την απέ­χθειά του «Μικρο­α­στοί λαο­πλά­νοι, γυμνο­σά­λια­γκες κι αδί­στα­κτοι πολι­τι­κά­ντη­δες, μπό­ρε­σαν να παρα­σύ­ρουν τον «πάντα ευκο­λό­πι­στο και πάντα προ­δο­μέ­νο» ελλη­νι­κό λαό, να ληστέ­ψουν τα όνει­ρα και τις ελπί­δες του, να θερί­σουν το αίμα, τους αγώ­νες και τις θυσί­ες των κομ­μου­νι­στών και να τα κάνουν γκό­με­νες, κονό­μα και υπουρ­γι­λί­κια. Κι όλα έγι­ναν συντρίμ­μια. Και φτου κι απ’ την αρχή. Μέχρι να βγά­λει ο ήλιος κέρα­τα. Κου­φά­λες!»
Ο Πάνος Τζα­βέλ­λας (1925–2009) υπη­ρέ­τη­σε με πάθος και συνέ­πεια το αντάρ­τι­κο και το αγω­νι­στι­κό-πολι­τι­κό τρα­γού­δι. Συν­θέ­της και στι­χουρ­γός ο ίδιος πολ­λών γνω­στών τρα­γου­διών όπως «Ξυπνή­στε», «Ο Έλλη­νας», «Μάη μ’ Μάη μ’» (ερμη­νεύ­ει η Χαρού­λα Αλε­ξί­ου) κλπ. και του κομ­μου­νι­στή προ­λε­τά­ριου ποι­η­τή Φώτη Αγγου­λέ («Πορεία μέσα στη νύχτα»), «κοι­νώ­νη­σε» την τέχνη του στις μπουάτ και στις συναυ­λί­ες, στην Ελλά­δα και στο εξω­τε­ρι­κό, μα πάνω απ’ όλα στο θρυ­λι­κό στέ­κι του, το «Αντάρ­τι­κο Λημέρι».

Πάνος Τζα­βέλ­λας, μας γνώ­ρι­σε το αντάρ­τι­κο τραγούδι

Στο βιβλίο του με τίτλο «ΑΝΤΑΡΤΟ-ROCK» (εκδ. «Ελεύ­θε­ρος Διά­λο­γος») σημειώνει:
«Το 1971, απο­φυ­λα­κί­ζο­μαι προ­σω­ρι­νά με το νόμο «περί ανη­κέ­στου βλά­βης». Γραμ­μή για την Πλά­κα. Στή­νω το Λημέ­ρι μου. Τώρα το τρα­γού­δι είναι αγώνας. 

Πρέ­πει ν’ ακου­στεί το προ­ο­δευ­τι­κό τρα­γού­δι, που ξυπνά­ει τις συνει­δή­σεις, να τονώ­σου­με το ηθι­κό του κόσμου που είναι πεσμέ­νο και προ­πα­ντός να ξανα­βρε­θού­με για να ξανα­χτί­σου­με τις οργα­νώ­σεις, που είχαν σμπα­ρα­λια­στεί απ’ τα χτυ­πή­μα­τα της Ασφά­λειας. Αυτή ήταν η εντο­λή. Το τρα­γού­δι μας έπε­σε σαν τη βρο­χή σε καψα­λι­σμέ­νη γη. Τα τρα­γού­δια των πρω­το­πό­ρων συν­θε­τών και του Νέου Κύμα­τος, δόνη­σαν ξανά τις καρ­διές και τις συνει­δή­σεις των Αθη­ναί­ων. Τρα­γου­δάω και δικά μου τρα­γού­δια, το «κυρ-Παντε­λής», «Ξυπνή­στε» κ.λπ. Κι ύστε­ρα έπρε­πε ν’ ανα­στή­σου­με τον αγω­νι­στή ποι­η­τή Φώτη Αγγου­λέ μέσα από τις μελω­δί­ες μας. Κάπου κάπου, πετά­με και κανέ­να αντάρ­τι­κο. Μας τρα­βού­σαν στην Ασφά­λεια, μας προ­πη­λά­κι­ζαν, μας έδερ­ναν, προ­σπα­θού­σαν να τρο­μο­κρα­τή­σουν τον κόσμο. Δεν κάνα­με πίσω»…

«Ο κυρ Παντε­λής»  είναι ίσως το πιο γνω­στό τρα­γού­δι του (μετα­φρά­στη­κε μέχρι και στην Κίνα) κι αυτό που έχει αγα­πη­θεί πιο πολύ. Τα μηνύ­μα­τά του παρα­μέ­νουν επί­και­ρα ας πέρα­σε μισός αιώ­νας από τότε που γρά­φτη­κε. Ο Πάνος Τζα­βέλ­λας  ρίχνει τον προ­βο­λέα της τέχνης του πάνω στον μικρο­α­στό, τον «νοι­κο­κυ­ραίο» που προ­σαρ­μό­ζε­ται σε κάθε πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, τον βολε­μέ­νο που ονει­ρεύ­ε­ται μεγα­λεία, τον «παρ­τά­κια» που είναι πρό­θυ­μος να ρου­φια­νέ­ψει, να ξεπου­λή­σει, να συρ­θεί στο χώμα προ­κει­μέ­νου να μη θιχτούν τα όποια κεκτη­μέ­να του· αυτόν που κάπο­τε ο ποι­η­τής Γιώρ­γος Κακου­λί­δης χαρα­κτή­ρι­σε εύστο­χα «αγα­πη­μέ­νο σκυ­λί της κυρί­αρ­χης ιδεολογίας».

Ο Πάνος Τζα­βέλ­λας έγρα­ψε και ερμή­νευ­σε συγκλο­νι­στι­κά τρα­γού­δια. Στο «ΑΝΤΑΡΤΟ-ROCK» συμπυ­κνώ­νει την αγω­νι­στι­κή και καλ­λι­τε­χνι­κή πορεία του_παρακαταθήκη: «Ζού­με σ’ έναν κόσμο απάν­θρω­πο, όπου τα πάντα που­λιό­νται κι αγο­ρά­ζο­νται. Ακό­μα και η τέχνη, και οι δημιουργοί…Φίλε, μην απελ­πί­ζε­σαι. Τίπο­τα δεν είναι πιο ισχυ­ρό απ’ τη θέλη­σή σου, όταν η καρ­διά σου και το πνεύ­μα σου φλο­γί­ζο­νται από υψη­λά ιδα­νι­κά και υπη­ρε­τείς υψη­λούς στό­χους. Κι εμείς απ’ τον τάφο ξεκι­νή­σα­με. Κι ύστε­ρα από προ­σπά­θειες κι αγώ­να, βγή­κα­με στο φως…»

Η πτώ­ση της Χού­ντας το 1974 βρί­σκει τον Πάνο Τζα­βέλ­λα στη μπουάτ Λήδρα που, ελεύ­θε­ρος πια, μαζί με τη σύντρο­φο στη ζωή και το τρα­γού­δι Νατά­σα Παπα­δο­πού­λου και την ορχή­στρα του, συνε­χί­ζει να τρα­γου­δά τα τρα­γού­δια του.

Ο πρώ­τος του δίσκος είναι ζωντα­νή ηχο­γρά­φη­ση: «Τα Τρα­γού­δια από το Αντάρ­τι­κο Λημέ­ρι». Θα ηχο­γρα­φή­σει ακό­μα οχτώ δίσκους. Τα τρα­γού­δια του θα ταξι­δέ­ψουν μέσα από συναυ­λί­ες, που δίνο­νται σε ανοι­κτά γήπε­δα και πανε­πι­στή­μια, σε όλη την Ελλά­δα, αλλά και το εξω­τε­ρι­κό (Γερ­μα­νία, Σου­η­δία και αλλού). Θα τον παρου­σιά­σουν οι ξένες τηλε­ο­ρά­σεις, όπως η Βουλ­γα­ρι­κή, Γερ­μα­νι­κή, Σου­η­δι­κή, αλλά και η ελλη­νι­κή, ο Τύπος σε Ελλά­δα και εξω­τε­ρι­κό θα ανα­φερ­θεί πολ­λές φορές στον αγω­νι­στή τρα­γου­δο­ποιό Πάνο Τζα­βέλ­λα και το πολύ γνω­στό και αγα­πη­μέ­νο σε όλους μας τρα­γού­δι, «Κυρ-Παντε­λής» θα φτά­σει μέχρι την Κίνα, όπου θα μεταφραστεί.

Με το Λουντέμη

Στη δεκα­ε­τία του ’80, ο Πάνος Τζα­βέλ­λας βρί­σκε­ται στα Εξάρ­χεια και στη συνέ­χεια σε διά­φο­ρες μου­σι­κές σκη­νές της Αθή­νας και του Πει­ραιά. Έφυ­γε από τη ζωή στις 27 του Γενά­ρη 2009, μετά από σκλη­ρή μάχη με τον καρκίνο.

ANTAPTO-ROCK
(εκδ. Ελεύ­θε­ρος Διά­λο­γος, 1992)

«Στις φυλα­κές έπε­σα νωρίς, απ’ το 1945. Τις κατα­δί­κες όμως σε θάνα­το τις άρπα­ξα όταν πιά­στη­κα βαριά τραυ­μα­τι­σμέ­νος σαν αντάρ­της του Δημο­κρα­τι­κού Στρα­τού Ελλά­δας, τον Ιού­λη του 1949.
Προ­χω­ρού­σα­με κατά μήκος του Αλιάκ­μο­να, στα νότια της Κοζά­νης και δυτι­κά των Σερ­βί­ων. Στό­χος μας το αερο­δρό­μιο. Η νύχτα μάς είχε τυλί­ξει για καλά κι όλα ήταν ήσυ­χα. Κι άξαφνα:

— «Αλτ! Τις ει»;
— «Εσείς τι είστε».
— «Εθνι­κός στρατός».
— «Κωλό­παι­δα της Φρειδερίκης»!

Πυρά καται­γι­στι­κά κι από τις δυο πλευ­ρές. Σύγκρου­ση ολι­γό­λε­πτη και άγρια. Ξαφ­νι­κά χάνο­μαι… Όταν συνέρ­χο­μαι νομί­ζω πως βγαί­νω από όνει­ρο. Νύχτα απα­λή γεμά­τη ψίθυ­ρους και μάγια. Ψηλά, αμέ­τρη­τα αστέ­ρια, χαμη­λά ο Αλιάκ­μο­νας που κελα­ρί­ζει, τα αηδό­νια ξετρε­λα­μέ­να, όλα γύρω να μοσχο­βο­λούν κι από και­ρό σε και­ρό το απα­λό αερά­κι να φέρ­νει στ’ αυτιά μου έναν ουρά­νιο ήχο από μυριά­δες αλο­γο­κού­δου­να. Νιώ­θω υπέ­ρο­χα, σ’ έναν κόσμο φαντα­στι­κό. Κάνω να σηκω­θώ. Τίπο­τα. Κάτι με γαρ­γα­λά­ει στο δεξί μου πόδι. Απλώ­νω το χέρι μου και ψάχνο­ντας, πέφτω στην πλη­γή. Τα δάχτυ­λά μου γεμί­ζουν αίμα. Κάνω το που­κά­μι­σό μου επι­δέ­σμους και προ­σπα­θώ να δέσω την πλη­γή. Αδύ­να­τον. Το αίμα τρέ­χει ποτά­μι. Η θέση μου είναι δει­νή. Με πιά­νει αγω­νία. Αρχί­ζω να σέρ­νο­μαι πάνω στα βρά­χια που κόβουν σαν ξυρά­φια. Λιγο­θυ­μώ, συνέρ­χο­μαι. Πάλι αυτή η αίσθη­ση του ονεί­ρου και της μαγεί­ας. Σέρ­νο­μαι πάλι και πάλι. Λιγο­θυ­μώ, συνέρ­χο­μαι. Ακό­μα μια ύστα­τη προ­σπά­θεια. Σβή­νω, χάνο­μαι… Ώστε αυτό είναι ο θάνα­τος. (Αργό­τε­ρα «πέθα­να» άλλες τρεις φορές).

Με Μίκη Θεο­δω­ρά­κη και Γιώρ­γο Θεοδωρόπουλο

Με το χάρα­μα με βρή­καν από τα ίχνη του αίμα­τος μέσα σ’ ένα θάμνο, μισό­γυ­μνο και κατα­μα­τω­μέ­νο. Όταν άνοι­ξα τα μάτια μου δυο ήλιοι έλαμ­ψαν: ο ένας που ανέ­βαι­νε ψηλά από τον Όλυ­μπο και ο άλλος που άστρα­ψε από την κάνη του πιστο­λιού του ανθυ­πο­λο­χα­γού —πρώ­ην χωρο­φύ­λα­κα στην Κοζά­νη— που ήρθε και σφη­νώ­θη­κε δίπλα στ’ αυτί μου. Πρό­λα­βε ο λοχα­γός και του κλώ­τση­σε το χέρι.

«Ας τον σκο­τώ­σουν οι στρα­το­δί­κες», ούρ­λια­ξε, «όχι εμείς». Όπως κι έγινε.
Με μετέ­φε­ραν στην έδρα της διοί­κη­σης, έξω από τα Σέρ­βια. Με από­θε­σαν σε μια μεγά­λη σκη­νή. Απέ­να­ντί μου ο διοι­κη­τής, ο γεί­το­νας και φίλος Γιάν­νης Βαγιάτης.

— «Εγώ».
— «Δεν παραδόθηκα».
— «Θα γρά­ψω ότι παραδόθηκες».
— «Θα ελα­φρύ­νεις τη θέση σου».
— «Δεν θέλω να ελα­φρύ­νω τη θέση μου».
— «Μην είσαι χαζός».
— «Δεν είμαι χαζός».

Ύστε­ρα ήρθε κοντά μου, μου έσια­ξε τις γάζες στο τραύ­μα μου, μου ’βρε­ξε με νερό το πρό­σω­πο και βγή­κε από τη σκη­νή για να μην τον ιδώ που δάκρυ­σε. Αργό­τε­ρα ο ίδιος με μετέ­φε­ρε στο στρα­τιω­τι­κό νοσο­κο­μείο Κοζά­νης. Είναι μεγά­λη δου­λειά να κρα­τάς την ανθρω­πιά σου σ’ έναν εμφύ­λιο σπα­ραγ­μό, όπου ο φανα­τι­σμός, το μίσος και τ’ άγρια πάθη θεριεύ­ουν. Ας είναι αυτή η ανα­φο­ρά, ένας φόρος τιμής σ’ όλους τους «εχθρούς», τους ιδε­ο­λο­γι­κούς και πολι­τι­κούς μας αντι­πά­λους, που μέσα σ’ αυτή τη λαί­λα­πα κρά­τη­σαν την ανθρω­πιά τους ακέ­ραιη. Η κατά­ρα της Ελλά­δας είναι οι ξένοι, που ευθύ­νο­νται για όλους τους εθνι­κούς διχασμούς.

Αν είχα παρα­δε­χθεί πως παρα­δό­θη­κα, θα είχα απο­λυ­θεί ως «αυθορ­μή­τως παρου­σια­σθείς» λίγο και­ρό μετά, σύμ­φω­να με τα μέτρα «περί ειρη­νεύ­σε­ως» της κυβέρ­νη­σης Πλα­στή­ρα. Άλλα όμως είχα στο μυα­λό μου κι άλλα μου ’γρα­φε η μοί­ρα μου.

Απ’ το στρα­τιω­τι­κό νοσο­κο­μείο με μετέ­φε­ραν στη σοφί­τα ενός στρα­τώ­να. Τέλεια απο­μό­νω­ση. Τώρα μπο­ρού­σα να ουρ­λιά­ζω από τους πόνους και τα βασα­νι­στή­ρια. Κανείς δεν μ’ άκου­γε. Βρι­σκό­μουν στα χέρια του Α2 του Γ΄ Σώμα­τος Στρα­τού και της Ασφά­λειας Κοζά­νης. Στα χέρια σαδι­στών βασα­νι­στών κι αδί­στα­κτων φονιά­δων, με φασι­στι­κή ιδε­ο­λο­γία και προπαίδεια.

Μια μέρα βλέ­πω ασυ­νή­θι­στη συμπε­ρι­φο­ρά. Σκου­πί­ζουν και σφουγ­γα­ρί­ζουν το πάτω­μα, μου βάζουν σεντό­νια, ανοί­γουν τα παρά­θυ­ρα και ο για­τρός μου κάνει ένε­ση παυ­σί­πο­νη. Έχω τα χάλια μου από τα βασα­νι­στή­ρια (που δεν λέγο­νται) κι από την πλη­γή που έχει κακο­φορ­μί­σει. Σε λίγο μπαί­νει ένας λοχα­γός. Κρα­τά στο δεξί του χέρι ένα μαστί­γιο. Οι πρώ­τες του λέξεις: «Ρε Τζα­βέλ­λα, είσαι κι ομορ­φό­παι­δο». Είναι ο βασι­λι­κός επί­τρο­πος. Γύρω του σχη­μα­τί­ζουν ημι­κύ­κλιο ο δεσπό­της Κοζά­νης Κων­στα­ντί­νος, ο δήμαρ­χος Κοζά­νης οδο­ντο­για­τρός Τέρ­που, ο βου­λευ­τής του Λαϊ­κού Κόμ­μα­τος Γιώρ­γος Καρό­τσης κι ένας ακό­μα που δεν τον θυμά­μαι, ο διοι­κη­τής της Ασφά­λειας Κοζά­νης Κακα­λιάς —φόβος και τρό­μος της περιο­χής— ο διοι­κη­τής του Α2 του Γ’ Σώμα­τος Στρα­τού και δυο ανώ­τα­τοι αξιω­μα­τι­κοί του Γενι­κού Επι­τε­λεί­ου Στρα­τού, ο ένας συνταγ­μα­τάρ­χης κι ο άλλος ταξί­αρ­χος, ειδι­κώς αφι­χθέ­ντες από την Αθή­να για την περίπτωση.

Μιλά­ει ο βασι­λι­κός επί­τρο­πος: «Τζα­βέλ­λα, είσαι στα χέρια μας. Δεν μπο­ρεί να σε γλι­τώ­σει κανείς. Ούτε ο βασι­λιάς. Απλά πράγ­μα­τα: μας δίνεις τις απο­θή­κες που έχε­τε στα Χάσια για τον εφο­δια­σμό των δύο μεραρ­χιών σας του κλι­μα­κί­ου της Νότιας Ελλά­δας και εμείς σου χαρί­ζου­με τη ζωή». Γύρι­σε το κεφά­λι του στην ομή­γυ­ρη. Όλοι συγκα­τέ­νευ­σαν. Δεν απά­ντη­σα. Είπε μετά κι άλλα. Μίλη­σαν κι οι άλλοι. Βου­βός εγώ, οπό­τε με πλη­σιά­ζει ο δεσπό­της —παλιός ενω­μο­τάρ­χης— χαμο­γε­λώ­ντας. «Έλα Μπα­να­νή (αυτό ήταν το ψευ­δώ­νυ­μό μου) παι­δί μου, άσ’ τους αυτούς. Πες τα σ’ εμέ­να να γλι­τώ­σεις το κεφά­λι σου. Είσαι τόσο νέος…». Και μου άπλω­σε το χέρι του να του το φιλή­σω. Ποτέ δεν θα ξεχά­σω αυτό το χέρι. Δάχτυ­λα ολό­λευ­κα, μακριά και παχου­λά, νύχια περι­ποι­η­μέ­να, άρω­μα φίνο. Χέρι κοκό­τας πολυ­τε­λεί­ας. Βάζω σημά­δι το μικρό του δαχτυ­λά­κι και το δαγκώ­νω μ’ όση δύνα­μη μου απέ­με­νε. Έβγα­λε μια μακρό­συρ­τη κραυ­γή. Οι άλλοι όρμη­σαν κατα­πά­νω μου «Βούλ­γα­ρε, αμε­τα­νό­η­τε κομ­μου­νι­στή, θα πεθάνεις…».

— «Ο λαός…», τόλ­μη­σα να πω.
— «Χα, χα, θα πεθά­νεις για το λαό σου», κι έφυ­γαν ουρ­λιά­ζο­ντας, ίδια λυσ­σα­σμέ­να σκυλιά.

Με τη Διδώ Σωτηρίου

Με τη Διδώ Σωτη­ρί­ουΎστε­ρα από λίγο στέλ­νουν ένα ασθε­νο­φό­ρο και με παίρ­νουν. Τρεις βασα­νι­στές πίσω μαζί μου και δυο μπρο­στά. Κατη­φο­ρί­ζου­με κατά τα Σέρ­βια. Σ’ εκεί­να τα χωρά­φια έπαι­ζα μικρός. Τώρα ξέπνο­ος μπρο­στά στον τάφο. Ο αρχι­βα­σα­νι­στής λοχί­ας κρα­τά­ει το πιστό­λι του στο χέρι και από και­ρό σε και­ρό, του «πέφτει» δήθεν, αλλά… πάνω στο τραύ­μα μου! Πόνος αφό­ρη­τος. Λιγο­θυ­μώ. Μου ρίχνουν νερό. Συνέρ­χο­μαι. Ύστε­ρα παίρ­νου­με την ανη­φό­ρα προς Σαρα­ντά­πο­ρο. Ο δρό­μος είναι γεμά­τος λακ­κού­βες. Καθώς τρα­ντά­ζο­μαι, τα σπα­σμέ­να κόκα­λα του ποδιού μου τρί­βο­νται μετα­ξύ τους. Πόνος, πόνος, πόνος. Πάλι λιγο­θυ­μιές και νερά και πάλι το παι­χνί­δι του λοχία με το πιστό­λι. Έχω παραι­σθή­σεις. Βλέ­πω ήλιους να λαμπυ­ρί­ζουν και να χάνο­νται. Βλέ­πω πορ­το­κα­λιές να γέρ­νουν απ’ το βάρος των καρ­πών. Απλώ­νω το χέρι μου να κόψω ένα πορ­το­κά­λι να δρο­σί­σω τα χεί­λια μου. Επι­τέ­λους φτά­νου­με. Με κατε­βά­ζουν με το φορείο και μ’ ακου­μπά­νε στο πεζοδρόμιο.

Μπρο­στά μου μια πλα­τεία. Κόσμος πολύς κόβει βόλ­τες βου­βός και τρο­μαγ­μέ­νος. Τα μεγά­φω­να στη δια­πα­σών, «η Ελλά­δα ποτέ δεν πεθαί­νει», «των εχθρών τα φου­σά­τα πέρα­σαν» κι άλλα τέτοια κι από πάνω συν­θή­μα­τα φασι­στι­κά. Νομί­ζω πως όλα είναι της φαντα­σί­ας μου. Τα βλέ­πω ανά­με­σα σε πορ­το­κα­λιές και ήλιους που χάνο­νται και ξανάρ­χο­νται. Βάζουν τον κόσμο στην ουρά σε ημι­κύ­κλιο. Μένουν έτσι κάμπο­ση ώρα.

Τέσ­σε­ρις βασα­νι­στές με παίρ­νουν με το φορείο και με ξαπλώ­νουν λίγο μπρο­στά από το ημι­κύ­κλιο. Γύρω στρα­τά, με τις κάνες προ­τε­τα­μέ­νες, σπρώ­χνουν τον κόσμο προς τα μένα. Αρχί­ζουν να με φτύ­νουν. Άλλος με μίσος, άλλος με πόνο, άλλος γελώ­ντας κι άλλος κλαί­γο­ντας, άλλος με συμπό­νια και άλλος με φόβο. Ο καθέ­νας κατα­πώς ένιω­θε. Ξαφ­νι­κά μια γριά ξεφω­νί­ζει: «Ο Χρι­στός! Είναι ο Χρι­στός!» Ο κόσμος λακί­ζει, γίνε­ται χλα­λοή, οι φαντά­ροι πυρο­βο­λούν στον αέρα. Ξανα­μα­ζεύ­ουν τον κόσμο και το μαρ­τύ­ριο ξαναρ­χί­ζει. Κλεί­νω τα μάτια και υπο­μέ­νω. Πόσο κρά­τη­σε αυτή η «παρέ­λα­ση»;

Χάνο­μαι σε δικές μου φαντα­σιώ­σεις και παραι­σθή­σεις. Με γέμι­σαν μύξες και σάλια. Με μετα­φέ­ρουν πάλι στο ασθε­νο­φό­ρο. Ακούω τη φωνή του διοι­κη­τή του Α2. «Και τώρα πήγαι­νε να πεθά­νεις για το λαό». Και πήγα.

Η δίκη άρχι­ζε με την κλα­σι­κή ερώ­τη­ση του προ­έ­δρου – στρατοδικη:
«Κατη­γο­ρού­με­νε, απο­κη­ρύσ­σεις το ΚΚΕ και τις παρα­φυά­δες αυτού, ΕΑΜ – ΕΛΑΣ – ΕΠΟΝ;»
«ΟΧΙ» ίσον θάνα­τος. «ΝΑΙ» σήμαι­νε αθώ­ος. Ακρο­α­τή­ριο, αγο­ρεύ­σεις δικη­γό­ρων, απο­λο­γία κατη­γο­ρου­μέ­νων κ.λπ., ήσαν πολυτέλειες.

Μετρού­σε το ΟΧΙ ή το ΝΑΙ. Με δίκα­σαν δυο φορές σε  θάνα­το παμ­ψη­φεί. Μετά από λίγες μέρες, με πήραν για εκτέ­λε­ση. Νύχτα ακό­μα μ’ οδή­γη­σαν στο «συνή­θη τόπο των εκτε­λέ­σε­ων», δίπλα στους στρα­τώ­νες. Στρα­τά, κλαγ­γές όπλων, πηγαι­νέ­λα, δια­τα­γές και οι μηχα­νές των αυτο­κι­νή­των να μου­γκρί­ζουν, με τους προ­βο­λείς στραμ­μέ­νους κατα­πά­νω μου να με τυφλώ­νουν. Στη­ρί­ζο­μαι σε μια μαγκού­ρα για­τί μου ’χουν κόψει ήδη το δεξί μου πόδι. Προ­σπα­θώ να είμαι αξιο­πρε­πής. Το φόβο μου τον κρύ­βω βαθιά στα φυλ­λο­κάρ­δια μου. Γι’ αυτούς ετοι­μά­ζω ένα τρα­γού­δι και την κραυ­γή μας τη στιγ­μή της ομο­βρο­ντί­ας: «Ζήτω το Κόμ­μα», «Ζήτω ο Λαός».

Είχε καθιε­ρω­θεί την ώρα της εκτέ­λε­σης, οι σύντρο­φοι να χορεύ­ουν τον αρχαίο συρ­τό τρα­γου­δώ­ντας «στη στε­ριά δεν ζει το ψάρι μήτε ανθός στην αμμου­διά και oι Έλλη­νες δεν ζού­νε δίχως την ελευ­θε­ριά». Εγώ, όμως, μέσα μου τρα­γου­δάω το «κάποια μάνα ανα­στε­νά­ζει». Αυτό ανα­βλύ­ζει από την ψυχή μου.

Μυστή­ριο πράγ­μα ο άνθρω­πος. Το μυα­λό μου δου­λεύ­ει ρολόι. Όλη η ζωή μου περ­νά μπρο­στά μου μ’ αστρα­πιαία ταχύ­τη­τα. Θυμά­μαι πολύ τα παι­δι­κά μου χρό­νια, τους συντρό­φους μου, τη μάνα μου. Η σκέ­ψη μου σκα­λώ­νει σε μια αστεία ιστο­ρία. Πρω­το­χρο­νιά 1942. Κατο­χή, πεί­να, παγω­νιά, σπα­σμέ­να τζά­μια στα παρά­θυ­ρα, το χιό­νι να μπαί­νει στο δωμά­τιο. Ψωμί δεν υπάρ­χει. Έπρε­πε, όμως, να κόψου­με… τη βασι­λό­πι­τα. Έτσι, για το έθι­μο. Η μάνα μου οικο­νό­μη­σε λίγο αλεύ­ρι. Έκα­νε τέσ­σε­ρις μικρές τηγα­νί­τες και τις τηγά­νι­σε με… βαμ­βα­κό­λα­δο. Τις άπλω­σε γύρω – γύρω σ’ ένα ταψί. Στην πιο μικρή έβα­λε το νόμι­σμα. Στρι­φο­γύ­ρι­σε τρεις φορές το ταψί. Και πριν προ­λά­βει να στα­μα­τή­σει, ορμά­με και τα τρία αδέρ­φια στη μεγα­λύ­τε­ρη τηγα­νί­τα. Τρά­βα ο ένας, τρά­βα ο άλλος, στο τέλος πλα­κω­θή­κα­με. Η μάνα μου να κλαί­ει. Γυρί­ζει κατά τον ουρα­νό το πρό­σω­πό της, υψώ­νει τα χέρια της σε ικε­σία και παρα­κα­λεί: «Αχ, Αγιάν­να μου κάνε το θαύ­μα σου». Τακ-τακ η πόρ­τα. Ήταν ο φίλος μου Μάρ­κος Καν­δύ­λης —γιος βιο­μη­χά­νου— με μια καλα­θά­ρα μ’ όλα τα καλού­δια, κρε­α­τό­πι­τες. μπου­ρε­κά­κια, βασι­λό­πι­τες, κασέ­ρια, ψωμιά. Άντε τώρα να πεις στη μάνα μου πως δεν υπάρ­χει Θεάς…

Η ώρα περ­νά­ει, κοντεύ­ει να ξημε­ρώ­σει. Ο βασι­λι­κός επί­τρο­πος αργεί. Όμως η εκτέ­λε­ση δεν μπο­ρεί να γίνει χωρίς να δια­βά­σει ο ίδιος την από­φα­ση του στρα­το­δι­κεί­ου. Αχνο­φέγ­γει. Η εκτέ­λε­ση πρέ­πει να γίνει ακρι­βώς με την ανα­το­λή του ήλιου. Αγω­νία. Ακό­μα λίγα λεπτά, λίγα δευ­τε­ρό­λε­πτα ίσως, και πάντα η ελπί­δα μες στην ψυχή. Πώς να πεθά­νεις στα 23 σου χρό­νια, όταν είσαι γεμά­τος ζωή και όνει­ρα; Και νάτος ο ήλιος, ανε­βαί­νει γελα­στός και περή­φα­νος. Αυτός ο ίδιος ήλιος, που έπρε­πε να είναι ο τελευ­ταί­ος της ζωής μου. Η εκτέ­λε­ση ανα­βάλ­λε­ται. Ξανά στην απο­μό­νω­ση. Τα μαλ­λιά μου άσπρι­σαν. Πέφτω στο τσα­μα­σί­ρι εξου­θε­νω­μέ­νος. Παί­ξαν με την αγω­νία μου. Παι­χνί­δι σκλη­ρό του θανά­του για να ’χεις εφιάλ­τες στην υπό­λοι­πη ζωή σου. Τρία χρό­νια μετά, προ­σπά­θη­σαν να με σκο­τώ­σουν με δίκη-παρω­δία στο τακτι­κό στρα­το­δι­κείο Χανί­ων. Δεν τα κατάφεραν…»

Περισ­σό­τε­ρα στο προ­σω­πι­κό του site

 

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο