Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ταινίες Πρώτης Προβολής: Η επιστροφή του Βιμ Βέντερς και η ανερχόμενη Τζόντι Κόμερ _Φωτο|🎥Video

Η επι­στρο­φή του Βιμ Βέντερς στη μυθο­πλα­σία και μάλι­στα με ένα δρά­μα που θυμί­ζει το εμπνευ­σμέ­νο βλέμ­μα του Γερ­μα­νού σκη­νο­θέ­τη, είναι το αξιο­ση­μεί­ω­το γεγο­νός της εβδο­μά­δας. Πρό­κει­ται για τις «Υπέ­ρο­χες Μέρες», που γύρι­σε ο Βέντερς στην Ιαπω­νία, με πρω­τα­γω­νι­στή τον εκπλη­κτι­κό Κότσι Για­κού­σο. Ενδια­φέ­ρον έχει και το περι­πε­τειώ­δες δρά­μα επι­βί­ω­σης «Ένα Τέλος και Μια Αρχή», με την ανερ­χό­με­νη Τζό­ντι Κόμερ, ενώ προ­βάλ­λε­ται, ανά­με­σα στις επτά συνο­λι­κά πρε­μιέ­ρες της εβδο­μά­δας και το συγκι­νη­τι­κό ελλη­νι­κό ντο­κι­μα­ντέρ «Η Μητέ­ρα του Σταθμού».

Υπέ­ρο­χες Μέρες από τον πάντα ποι­η­τι­κό Βιμ Βέντερς στις μαρ­κί­ζες των κινηματογράφων

Υπέ­ρο­χες Μέρες (“Perfect Days”) Δρα­μα­τι­κή ται­νία, ιαπω­νι­κής παρα­γω­γής του 2023, σε σκη­νο­θε­σία Βιμ Βέντερς, με τους Κότσι Για­κού­σο, Τόκιο Εμό­το, Αόι Για­μά­τα κα. Η επι­στρο­φή του Βιμ Βέντερς, όχι για μία ακό­μη ται­νία, αλλά για­τί στο τελευ­ταίο του φιλμ μάς θύμι­σε κάτι από το ταλέ­ντο και την έμπνευ­ση του πνευ­μα­τώ­δη δημιουρ­γού, που άλλες φορές θαυ­μά­σα­με και πολύ περισ­σό­τε­ρες εκτι­μή­σα­με, είναι γεγονός.

Εδώ και πολ­λά χρό­νια, ο μεγά­λος Γερ­μα­νός σκη­νο­θέ­της με τις ται­νί­ες του απα­ξί­ω­νε τη βαριά υπο­γρα­φή του, έδει­χνε αυτο­κα­τα­στρο­φι­κός. Βεβαί­ως, υπάρ­χουν τα εξαι­ρε­τι­κά ντο­κι­μα­ντέρ του, αλλά στη μυθο­πλα­σία τα έκα­νε θάλασ­σα. Όμως, και πάλι ένα ντο­κι­μα­ντέρ του έδω­σε την έμπνευ­ση να κάνει αυτό το — μελαγ­χο­λι­κού κλί­μα­τος — αισιό­δο­ξο και αυθε­ντι­κά ανθρώ­πι­νο δρά­μα. Η ιαπω­νι­κή κυβέρ­νη­ση, αμέ­σως μετά την παν­δη­μία, προ­σκά­λε­σε τον Βέντερς να γυρί­σει ένα ντο­κι­μα­ντέρ για ένα μεγά­λο σχέ­διο που αφο­ρού­σε τις δημό­σιες τουα­λέ­τες του Τόκιο — τουα­λέ­τες έργα τέχνης, για τις οποί­ες η Ιαπω­νία πρέ­πει να έδω­σε περισ­σό­τε­ρα χρή­μα­τα απ’ ό,τι, παρα­δείγ­μα­τος χάριν, οι Άγγλοι για τις Μονά­δες Εντα­τι­κής Θεραπείας.

Γυρί­ζο­ντας αυτό το ντο­κι­μα­ντέρ, που κρά­τη­σε δυο εβδο­μά­δες, ο Βέντερς εμπνεύ­στη­κε και έγρα­ψε σε τρεις εβδο­μά­δες το σενά­ριο της ται­νί­ας, που η Ιαπω­νία πρό­τει­νε, μάλι­στα, για το Όσκαρ διε­θνούς ται­νί­ας. Το στό­ρι, που ξεπερ­νά τα όρια του μινι­μα­λι­σμού — πραγ­μα­τι­κά το σενά­ριο δεν πρέ­πει να είναι πάνω από δέκα σελί­δες — θέλει έναν 60άρη μονα­χι­κό και ευγε­νή άνθρω­πο να ζει ευτυ­χι­σμέ­νος δου­λεύ­ο­ντας ως καθα­ρι­στής στις δημό­σιες τουα­λέ­τες. Η καθη­με­ρι­νό­τη­τά του σχε­δόν φωτο­τυ­πι­κή, περι­λαμ­βά­νει τη φρο­ντί­δα των φυτών του, τα δέντρα που αγα­πά και φωτο­γρα­φί­ζει, ένα πέρα­σμα από τα λου­τρά και ένα λιτό δεί­πνο σε κάποια καντί­να. Επί­σης, αγα­πά το διά­βα­σμα λογο­τε­χνι­κών βιβλί­ων και λατρεύ­ει τα αμε­ρι­κά­νι­κα τρα­γού­δια της αμφι­σβή­τη­σης, των δεκα­ε­τιών 60 και 70, τα οποία ακού­ει στο κασε­τό­φω­νο του αυτο­κι­νή­του ή του σπι­τιού του.

Ο Βέντερς, ακο­λου­θώ­ντας μία λιτή και νατου­ρα­λι­στι­κή αφή­γη­ση, παρα­κο­λου­θεί με ιδιαί­τε­ρη προ­σή­λω­ση τον ήρωά του και κυρί­ως το βλέμ­μα του, που ξεχει­λί­ζει από ευγέ­νεια, καλο­σύ­νη, ανθρω­πιά, ενσυ­ναί­σθη­ση. Άλλω­στε μέχρι το τελευ­ταίο μέρος της ται­νί­ας δεν λέει ούτε εφτά οχτώ κου­βέ­ντες και αυτές είναι οι τυπι­κές. Τα λέει όλα με το βλέμ­μα του και τη φρο­ντί­δα του σκη­νο­θέ­τη, που με τα στι­βα­ρά και γεμά­τα πλά­να του, με τις σκόρ­πιες κου­βέ­ντες που λέγο­νται από τον περί­γυ­ρο ή ορι­σμέ­να μικρά γεγο­νό­τα, δίνει όλα τα στοι­χεία και τα μηνύ­μα­τα της ται­νί­ας του. Την απο­θέ­ω­ση της απλό­τη­τας, τη νοσταλ­γία για τον ανα­λο­γι­κό κόσμο, την παρη­γο­ριά που πηγά­ζει από το κου­ρά­γιο που παίρ­νει ένας άνθρω­πος μόνο και μόνο κοι­τώ­ντας τον ουρα­νό κάθε πρω­ι­νό. Και όλα αυτά για έναν άνθρω­πο που όπως απο­κα­λύ­πτε­ται ή καλύ­τε­ρα υπο­νο­εί­ται προς το τέλος, ότι είναι γόνος πλού­σιας οικο­γέ­νειας, που την εγκα­τέ­λει­ψε για να ζήσει μέσα στην ταπει­νό­τη­τα, προ­σφέ­ρο­ντας ίσως το μεγα­λύ­τε­ρο καλό σε αυτή το σύγ­χρο­νο κόσμο: καθα­ρί­ζο­ντας τις ακα­θαρ­σί­ες του. Ή μήπως αυτός είναι και ο ρόλος της τέχνης σήμε­ρα πέρα από τη θερα­πεία που προ­σφέ­ρει στον σύγ­χρο­νο και αρρω­στη­μέ­νο άνθρω­πο, κατά τον Βέντερς;

Wim Wenders 40 χρό­νια μετά: από το “Καλο­καί­ρι στο σπί­τι” τα “φτε­ρά του έρω­τα” και το Les beaux jours d’Aranjuez στο “Παρίσι_Τέξας”

Αυτό θα το κρί­νει ο καθέ­νας, αφού δει και το ωραιό­τα­το και γεμά­το αισιο­δο­ξία, φινά­λε. Η ται­νία, που βεβαί­ως ορι­σμέ­νες φορές δεί­χνει να επα­να­λαμ­βά­νε­ται με την κυκλι­κή καθη­με­ρι­νό­τη­τα του ήρωα ή να απλώ­νει αρκε­τά με το νωχε­λι­κό μοντάζ, είναι και ένας φόρος τιμής προς τον φημι­σμέ­νο Ιάπω­να σκη­νο­θέ­τη Για­σου­τζί­ρο Όζου, του δημιουρ­γού του αρι­στουρ­γη­μα­τι­κού «Tokyo Story», του υμνη­τή της ταπει­νό­τη­τας και της ανθρω­πιάς. Όμως, οι «Υπέ­ρο­χες Μέρες» δεν θα είχαν την ίδια αξία, αν δεν είχαν για πρω­τα­γω­νι­στή τον βετε­ρά­νο, υπέ­ρο­χο ηθο­ποιό Κότσι Για­κού­σο, που ανα­δύ­ει, μέσα από το μαγνη­τι­κό βλέμ­μα του, ανθρω­πιά και ευγνω­μο­σύ­νη για κάθε μέρα που ζει.

Με λίγα λόγια… Ο Χιρα­γιά­μα μοιά­ζει να είναι από­λυ­τα ευχα­ρι­στη­μέ­νος με την εργα­σία του, καθα­ρί­ζο­ντας τουα­λέ­τες στο Τόκυο. Εκτός αυτής της καθη­με­ρι­νής του ρου­τί­νας, απο­λαμ­βά­νει το πάθος του για τη μου­σι­κή και τα βιβλία. Αγα­πά­ει επί­σης τα δέντρα, και αρέ­σκε­ται να τα φωτο­γρα­φί­ζει. Το παρελ­θόν του όμως, δεν είναι τόσο απλό όσο και το παρόν του, και μια σει­ρά από απροσ­δό­κη­τες συνα­ντή­σεις θα έρθει να το αποκαλύψει.

Ένα Τέλος και μια Αρχή _“he End We Start From”: Δρα­μα­τι­κή περι­πέ­τεια, βρε­τα­νι­κής παρα­γω­γής του 2024, σε σκη­νο­θε­σία Μαχά­λια Μπέ­λο, με τους Τζό­ντι Κόμερ, Τζό­ελ Φράι, Μπέ­νε­ντικτ Κάμπερ­μπατς, Κάθριν Γουό­τερ­στον, Μαρκ Στρονγκ κα. Περισ­σό­τε­ρο ένα στο­χα­στι­κό δρά­μα επι­βί­ω­σης, επι­κε­ντρω­μέ­νο σε μία μητέ­ρα που θέλει σώσει το νεο­γέν­νη­το μωρό της, από μία εκτε­τα­μέ­νη καται­γί­δα, αλά «Ντά­νιελ», παρά μία περι­πέ­τεια — οικο­λο­γι­κής — κατα­στρο­φής. Ταυ­τό­χρο­να, ένα ψυχο­γρά­φη­μα μίας θαρ­ρα­λέ­ας γυναί­κας, που στη­ρί­ζε­ται στην ερμη­νεία της γοη­τευ­τι­κό­τα­της και εντυ­πω­σια­κά ανερ­χό­με­νης Τζό­ντι Κόμερ.

Μία ται­νία αγχω­τι­κή, που βάζει στο επί­κε­ντρό της τη θέλη­ση μιας μητέ­ρας να σώσει το παι­δί της σε έναν κόσμο που ο καθέ­νας κοι­τά­ζει την πάρ­τη του, αλλά και ένα σχό­λιο για τους επί­και­ρους κιν­δύ­νους που αντι­με­τω­πί­ζου­με από τις ανθρώ­πι­νες παρεμ­βά­σεις στη φύση. Μια μητέ­ρα, γεν­νά το νεο­γέν­νη­το μωρό της, σε ένα Λον­δί­νο που έχει αρχί­σει να πλημ­μυ­ρί­ζει επι­κίν­δυ­να από μία πρω­το­φα­νή καται­γί­δα. Μαζί με τον σύζυ­γό της φεύ­γουν προς τα βόρεια για να βρουν την ασφά­λεια, στο σπί­τι των γονιών τού άνδρα της. Όμως, οι δυσκο­λί­ες δεν στα­μα­τούν εκεί.

Η πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νη, με μεγά­λου μήκους ται­νία, Μαχά­λια Μπέ­λο σκη­νο­θε­τεί, αφή­νο­ντας κατά μέρος τους εντυ­πω­σια­σμούς των ται­νιών κατα­στρο­φής και απο­φεύ­γει τις σκη­νές χάους ή τα ανοι­χτά πλά­να με τη μανία της φύσης, εστιά­ζο­ντας περισ­σό­τε­ρο στους ανθρώ­πους που προ­σπα­θούν να επι­βιώ­σουν, στην αγω­νία τους μπρο­στά στον όλε­θρο. Μία ενδια­φέ­ρου­σα προ­σέγ­γι­ση, για τις τραυ­μα­τι­κές κατα­στά­σεις και την από­γνω­ση, τις προ­τε­ραιό­τη­τες που βάζει μια μητέ­ρα, την απάν­θρω­πη πολ­λές φορές συμπε­ρι­φο­ρά των ανθρώ­πων, μπρο­στά στον πανι­κό, όταν η αλλη­λεγ­γύη αντι­κα­θί­στα­ται από τον εγω­ι­σμό. Ωστό­σο, απ’ την ται­νία της Μπέ­λο λεί­πει η έντα­ση, υπάρ­χουν σκη­νές που η ιστο­ρία της «κρε­μά­ει», ενώ μάλ­λον ορι­σμέ­νες φορές μπερ­δεύ­ει την τάξη και τον νόμο με την ανθρω­πιά. Παρά ταύ­τα, είναι μία ται­νία που βλέ­πε­ται με προ­σή­λω­ση και αυτό οφεί­λε­ται κυρί­ως στην Τζό­ντι Κόμερ, η οποία βρί­σκε­ται σχε­δόν σε όλα τα πλά­να της ται­νί­ας και έχο­ντας το πεδίο ελεύ­θε­ρο, μπο­ρεί να ανα­δεί­ξει τη δρα­μα­τι­κό­τη­τα και το σασπένς της ται­νί­ας. Ικα­νο­ποι­η­τι­κοί και οι υπό­λοι­ποι ηθο­ποιοί, με την Κάθριν Γουό­τερ­στον να ξεχω­ρί­ζει ως ακό­μη μία μονα­χι­κή μητέ­ρα που θέλει να σώσει το παι­δί της.

Με λίγα λόγια… Μετά από μια οικο­λο­γι­κή κρί­ση, μια νεα­ρή μητέ­ρα και το μωρό της εγκα­τα­λεί­πουν το πλημ­μυ­ρι­σμέ­νο Λον­δί­νο για να κατευ­θυν­θούν προς το Βορ­ρά ανα­ζη­τώ­ντας μία ασφα­λή εστία.

Εμπό­λε­μη Ζώνη _“Land of Bad”: Πολε­μι­κή περι­πέ­τεια, αμε­ρι­κά­νι­κης παρα­γω­γής του 2024, σε σκη­νο­θε­σία Γουί­λιαμ Γιού­μπανκ, με τους Λίαμ Χέμ­σγουορθ, Μάι­λο Βεντι­μί­λια, Ράσελ Κρό­ου, Λουκ Χέμ­σγουορθ, Ρίκι Γουίτλ κα. Οι τελευ­ταί­ες επι­λο­γές του Ράσελ Κρό­ου, ως γνω­στόν, είναι αξιο­θρή­νη­τες και πολύ κατώ­τε­ρες ενός ηθο­ποιού που είχε φτιά­ξει το όνο­μά του με ερμη­νεί­ες σε ται­νί­ες όπως «The Insider», «Ένας Υπέ­ρο­χος Άνθρω­πος», «American Gangster» ή ακό­μη και ως «Μονο­μά­χος». Συνε­χί­ζο­ντας, λοι­πόν, αυτόν τον κατή­φο­ρο, θα πρω­τα­γω­νι­στή­σει και σε αυτό το μιλι­τα­ρι­στι­κό πολε­μι­κό θρί­λερ, γεμί­ζο­ντας απλώς την οθό­νη με τον τερά­στιο όγκο του και λέγο­ντας ατά­κες όπως «είμαι τα μάτια σας στον αέρα και αυτός που θα φέρει την κατα­στρο­φή» και «προ­τε­ραιό­τη­τά μας είναι η προ­στα­σία των αντρών και γυναι­κών που υπη­ρε­τούν αυτή τη χώρα» και άλλες γλα­φυ­ρές κορώ­νες. Για­τί, όπως θέλουν οι ανε­λέ­η­τοι σενα­ριο­γρά­φοι, είναι ένας έμπει­ρος σμη­να­γός και χει­ρι­στής drone της αμε­ρι­κά­νι­κης πολε­μι­κής αερο­πο­ρί­ας, που θα κλη­θεί να δώσει τα φώτα του σε μία ομά­δα της Delta Force που η απο­στο­λή της σε εχθρι­κό έδα­φος πήγε στραβά.

Μία ται­νία που παί­ζει με τον εντυ­πω­σια­σμό, το χάος και τις εκρή­ξεις, τις πτώ­σεις με αλε­ξί­πτω­τα, μάχες σώμα με σώμα, γυρι­σμέ­νη, κατά κύριο λόγο με την ευκο­λία των λήψε­ων drone, στην Αυστρα­λία, λόγω των κινή­τρων που δίνει η τοπι­κή κυβέρ­νη­ση (πετα­μέ­να χρή­μα­τα) αντι­κα­θι­στώ­ντας τις Φιλιπ­πί­νες, όπου δια­δρα­μα­τί­ζε­ται το στό­ρι, το οποίο βασί­ζε­ται σε γεγο­νό­τα που υπο­τί­θε­ται σημειώ­θη­καν στο Αφγα­νι­στάν. Χάρ­τι­νοι χαρα­κτή­ρες, υπερ­βο­λές, γρα­φι­κοί «κακοί» — ανί­κα­νοι να πετύ­χουν άγαλ­μα σε δέκα μέτρα, θρα­σύ­δει­λοι, απαί­σιοι, ηλί­θιοι, βάρ­βα­ροι και φανα­τι­σμέ­νοι- και ερμη­νεί­ες κάτω του μετρί­ου, αν και ορι­σμέ­νες φορές ο Κρό­ου ματαί­ως έβγα­ζε ορι­σμέ­να ψήγ­μα­τα από το ταλέ­ντο του.

Με λίγα λόγια… Ένας αρχά­ριος ελεγ­κτής μάχης της Πολε­μι­κής Αερο­πο­ρί­ας και ένας έμπει­ρος πιλό­τος drone υπο­στη­ρί­ζουν μια ομά­δα της Delta Force καθώς προ­σπα­θούν να μετα­τρέ­ψουν μια απο­στο­λή που πήγε στρα­βά, σε επι­χεί­ρη­ση διάσωσης. 

Το Χέρι της Θεί­ας Δίκης _“Red Right Hand”: Περι­πέ­τεια, αμε­ρι­κά­νι­κης παρα­γω­γής του 2024, σε σκη­νο­θε­σία Έσομ Νελς και Ίαν Νελς, με τους Ορλά­ντο Μπλουμ, Άντι ΜακΝτά­ου­ελ, Τζέιμς Λάφερ­τι, Γκά­ρετ Ντί­λα­χαντ κα.    Και μόνο ο τίτλος αρκεί για να κατα­λά­βει κάποιος τι πρέ­πει να περι­μέ­νει από την ται­νία των αδερ­φών Νελς, που ειδι­κεύ­ο­νται στη βίαιη περι­πέ­τεια. Αν σε αυτό προ­σθέ­σου­με ότι την — όποια — επι­τυ­χία της στην Αμε­ρι­κή η ται­νία τη γνώ­ρι­σε κυρί­ως μέσω του δια­δι­κτύ­ου τότε κατα­λα­βαί­νου­με και το επί­πε­δο αυτής της ανε­ξάρ­τη­της παραγωγής.

Μια ται­νία που αφο­ρά και απευ­θύ­νε­ται στη βαθιά Αμε­ρι­κή, που περι­φρο­νούν τα κέντρα απο­φά­σε­ων στις ΗΠΑ, οι περί­φη­μες μητρο­πό­λεις και έχουν φέρει, απ’ ό,τι φαί­νε­ται, τα πράγ­μα­τα στα άκρα. Αυτά όμως είναι δικά τους προ­βλή­μα­τα. Και μόνο το μότο της ται­νί­ας «για τον Θεό, την οικο­γέ­νεια και την επι­βί­ω­ση», είναι αρκε­τό για να κατα­λά­βου­με ότι πρό­κει­ται για μία εξέ­λι­ξη — όχι και τόσο ενθαρ­ρυ­ντι­κή — των ται­νιών εκδί­κη­σης του Τσαρλς Μπρόν­σον της δεκα­ε­τί­ας του ’80. Εντά­ξει, κάποιος θα μπο­ρού­σε να πει ότι πρό­κει­ται και για μια παραλ­λα­γή των ται­νιών που γυρί­ζουν εσχά­τως οι Λίαμ Νίσον και Τζέι­σον Στέιθαμ.

Το προ­χει­ρο­γραμ­μέ­νο σενά­ριο θέλει τον Κας να προ­σπα­θεί να ζήσει τίμια μία ήσυ­χη ζωή φρο­ντί­ζο­ντας την ορφα­νή ανι­ψιά του κάπου στα Απα­λά­χια όρη, αλλά όλα θα αλλά­ξουν όταν η σαδί­στρια αρχη­γός του υπο­κό­σμου Μπιγκ Κατ τον ανα­γκά­ζει να επι­στρέ­ψει στη δού­λε­ψή της, απει­λώ­ντας τους ανθρώ­πους που αγα­πά. Και μετά ξεκι­νά το ξεκα­θά­ρι­σμα των λογα­ρια­σμών… Ακό­μη, μία περι­πέ­τεια, δίχως ιδιαί­τε­ρο περιε­χό­με­νο, που τσα­λα­βου­τά μέσα στο αίμα, με μονο­διά­στα­τους χαρα­κτή­ρες και με πρό­φα­ση την επι­βί­ω­ση της αθώ­ας οικο­γέ­νειας, θα στή­σει έναν χορό εκδί­κη­σης και αμέ­τρη­των φονι­κών με τα γνω­στά κλι­σέ του είδους. Αν έχει κάποιο ενδια­φέ­ρον το φιλμ, αυτό έγκει­ται στην παρου­σία του Ορλά­ντο Μπλουμ, στον πρω­τα­γω­νι­στι­κό ρόλο — του ανθρώ­που που θέλει να ξεφύ­γει από τον βούρ­κο και μετα­μορ­φώ­νε­ται σε έναν ανε­λέ­η­το εκδι­κη­τή, αλλά και στον κόντρα ρόλο της Άντι ΜακΝτά­ου­ελ, η οποία υπο­δύ­ε­ται τη σατα­νι­κή αρχη­γό του υπο­κό­σμου. Αλή­θεια, πόσα όπλα, μιλά­με για βαρύ οπλι­σμό, έχουν στην κατο­χή τους οι «αθώ­ες» οικο­γέ­νειες στις ΗΠΑ;

Με λίγα λόγια… Ο Κας προ­σπα­θεί να κάνει μια τίμια και ήσυ­χη ζωή φρο­ντί­ζο­ντας την ορφα­νή ανι­ψιά του, Σαβά­να, σε μια κομη­τεία στα Απα­λά­χια όρη. Όταν η σαδί­στρια αρχη­γός του υπο­κό­σμου Μπιγκ Κατ τον ανα­γκά­ζει να επι­στρέ­ψει στην υπη­ρε­σία της, ο Κας ανα­κα­λύ­πτει ότι είναι ικα­νός για τα πάντα ‑ακό­μα και τον φόνο- για να προ­στα­τεύ­σει την πόλη του και τη μόνη οικο­γέ­νεια που του έχει απομείνει.

Προ­βάλ­λο­νται ακό­μη οι ται­νί­ες 🎥

Εκεί που το Κακό Παρα­μο­νεύ­ει _“When Evil Lurks”: Υπερ­φυ­σι­κός και ιδιαι­τέ­ρως ανα­τρι­χια­στι­κός τρό­μος από την Αργε­ντι­νή, που άφη­σε καλές εντυ­πώ­σεις στο Διε­θνές Φεστι­βάλ του Τορόντο.Μία ται­νία, που μπο­ρεί να έχει τις αδυ­να­μί­ες της, αλλά ξεφεύ­γει από τη συνη­θι­σμέ­νη μιζέ­ρια του είδους, έχει κάτι να πει, εκτός από το να τρο­μά­ξει και μία αξιο­πρό­σε­κτη σκη­νο­θε­σία από τον Ντα­μιάν Ρού­γκνα, ο οποί­ος έχει προ­ϋ­πη­ρε­σία στο horror.

Όταν τα αδέλ­φια Πέδρο και Τζί­μι ανα­κα­λύ­πτουν ότι μια δαι­μο­νι­κή οντό­τη­τα έχει στοι­χειώ­σει ένα κοντι­νό αγρο­τό­σπι­το, δηλη­τη­ριά­ζο­ντας ταυ­τό­χρο­να τα ζώα της περιο­χής, απο­φα­σί­ζουν να την εκδιώ­ξουν από τη γη τους. Όμως οι προ­σπά­θειές τους θα προ­κα­λέ­σουν μεγα­λύ­τε­ρο κακό, πυρο­δο­τώ­ντας μίας επι­δη­μία δαι­μο­νι­σμέ­νων και ζητούν τη βοή­θεια ενός βετε­ρά­νου εξορ­κι­στή, παρό­τι συνει­δη­το­ποιούν ότι κανέ­νας δεν είναι ασφα­λής και αθώ­ος. Η ται­νία κρύ­βει εκπλή­ξεις, κλι­μα­κώ­νει την αγω­νία και έχει κάποιο περιε­χό­με­νο, αν και προς το τέλος τα μπερ­δεύ­ει, ενώ δια­θέ­τει και ικα­νο­ποι­η­τι­κές ερμη­νεί­ες από τους Εζε­κι­ήλ Ροντρί­γκεζ, Ντε­μιάν Σολο­μόν, Λουίς Ζιε­μπρόβ­σκι κα.

Η Μητέ­ρα του Σταθ­μού: ένα ντο­κι­μα­ντέρ 🎥 που “σπά­ει κόκα­λα” για τις χιλιά­δες “αόρα­τες” γκα­σταρ­μπάι­τερ μανά­δες που σκαν­δα­λω­δώς αγνό­η­σε η ιστορία

Η Μητέ­ρα του Σταθ­μού: Ελλη­νι­κό ντο­κι­μα­ντέρ της Κωστού­λας Τωμα­δά­κη, που έχει κάνει τερά­στια δια­δρο­μή — και έχει βρα­βευ­τεί — σε πολ­λά φεστι­βάλ σε όλο τον κόσμο και κάνει από­ψε πρε­μιέ­ρα στην Ται­νιο­θή­κη της Ελλά­δος. Ένα συγκι­νη­τι­κό και απο­κα­λυ­πτι­κό φιλμ για τις «αόρα­τες» γυναί­κες που, με τρέ­να και καρά­βια και εισι­τή­ριο χωρίς επι­στρο­φή, πήραν το δρό­μο της ξενι­τιάς, για εργά­τριες στη Γερ­μα­νία. Στη μετεμ­φυ­λια­κή Ελλά­δα, της φτώ­χειας, της ανερ­γί­ας, του φόβου και των αδιε­ξό­δων, χιλιά­δες γυναί­κες, από τα χωριά της Βόρειας Ελλά­δας, αφή­νο­ντας πίσω τους οικο­γέ­νειες και παι­διά, πήραν το δρό­μο της μετα­νά­στευ­σης για τις γερ­μα­νι­κές φάμπρι­κες. Ένα ντο­κι­μα­ντέρ, με πλού­σιο υλι­κό από την επο­χή εκεί­νη, ακο­λου­θώ­ντας από από­στα­ση ανα­πνο­ής τις άγνω­στες ηρω­ί­δες, που δίνει άγνω­στες πλη­ρο­φο­ρί­ες μέχρι σήμε­ρα και απο­τυ­πώ­νει τις δύσκο­λες επο­χές της Ελλά­δας του ’50 και ’60. Ένας φόρος τιμής στις «γκα­σταρ­μπάι­τερ» που πάλε­ψαν για να προ­σφέ­ρουν μία ευκαι­ρία στα παι­διά τους.

_“The Lady with the Dog” _Η κυρία με το σκυ­λά­κι: Η περί­φη­μη νου­βέ­λα του Τσέ­χοφ, γυρι­σμέ­νη υπο­δειγ­μα­τι­κά από τον Λευ­κο­ρώ­σο σκη­νο­θέ­τη Γιο­σίφ Κέι­φιτς το 1960. Ρομα­ντι­κό δρά­μα επο­χής, για έναν ανεκ­πλή­ρω­το παρά­νο­μο έρω­τα, που. Μία αρι­στο­κρά­τισ­σα από την επαρ­χία, συνα­ντά στη Γιάλ­τα στα τέλη του 19ου αιώ­να έναν Μοσχο­βί­τη φιλό­λο­γο και ανά­με­σά τους ανα­πτύσ­σε­ται μια ερω­τι­κή παρά­νο­μη σχέ­ση, καθώς και οι δύο είναι παντρε­μέ­νοι, σε δυο απο­τυ­χη­μέ­νους γάμους. Παρό­λο που θα τολ­μή­σουν να κρα­τή­σουν ζωντα­νό τον έρω­τά τους, μετά την επι­στρο­φή τους στον έγγα­μο βίο, η σχέ­ση τους μοιά­ζει αδιέ­ξο­δη και κατα­δι­κα­σμέ­νη να τερ­μα­τι­στεί. Στο ντε­μπού­το της, η Ίγια Σαβί­να στο ρόλο της «Κυρί­ας με το Σκυ­λά­κι» θα γοη­τεύ­σει και θα ανοί­ξει το δρό­μο για μία μεγά­λη καριέ­ρα, ενώ ο κατα­ξιω­μέ­νος Αλε­ξέι Μπα­τά­λοφ _«Όταν Περ­νούν οι Γερανοί»_ παρα­δί­δει ακό­μη μία συναρ­πα­στι­κή ερμηνεία.

Χάρης Ανα­γνω­στά­κης _
συν­δρο­μη­τι­κή σελί­δα © ΑΠΕ-ΜΠΕ ΑΕ.

Ατέχνως infoΜε κάθε σεβα­σμό στον κρι­τι­κό της ΑΠΕ-ΜΠΕ ΑΕ: Υπάρ­χει ένα σύν­δρο­μο _να το πού­με έτσι, που έχει να κάνει με τον σοβιε­τι­κό (και μη) σοσια­λι­στι­κό ρεα­λι­σμό. Οι αστοί κρι­τι­κοί δεν μπο­ρούν να δουν πως _για 70+  χρό­νια η μεγά­λη σοσια­λι­στι­κή χώρα έβα­ζε τα γυα­λιά στη δύση με την τέχνη του κινη­μα­το­γρά­φου στην υπη­ρε­σία των λαών και της σωστής πλευ­ράς της ιστο­ρί­ας.

Η Κυρία με το Σκυ­λά­κι κατα­φέρ­νει να μπει σφή­να στον σοβιε­τι­κό ρεα­λι­σμό” γρά­φει … και ανα­ρω­τιό­μα­στε: ένας Σοβιε­τι­κός (τον ανα­φέ­ρει Λευ­κο­ρώ­σο) σκη­νο­θέ­της σαν τον Γιο­σίφ Κέι­φιτς (Iosif Yefimovich Kheifits), βρα­βευ­μέ­νος με δύο βρα­βεία Στά­λιν, Λαϊ­κός Καλ­λι­τέ­χνης της ΕΣΣΔ, Ήρω­ας της Σοσια­λι­στι­κής Εργα­σί­ας, μέλος του ΚΚΣΕ μέχρι τις ανα­τρο­πές και την καπι­τα­λι­στι­κή παλι­νόρ­θω­ση και από το 1928 ως το 1950 (με τον Alexander Zarkhi) επι­κε­φα­λής της 1ης σκη­νι­κής ταξιαρ­χί­ας Komsomol του “Sovkino” (Λένιν­γκραντ τώρα Lenfilm Studio), είναι “σφή­να; στον σοσια­λι­στι­κό ρεα­λι­σμό; Ή μήπως αντι­φρο­νών; Δημιούρ­γη­σε _μεταξύ άλλων, πάνω από 10 ται­νί­ες για τη σοβιε­τι­κή νεο­λαία – στην υπη­ρε­σία της Οκτω­βρια­νής Επα­νά­στα­σης. Μετα­ξύ αυτών την εξαι­ρε­τι­κή  “Μέλος της Κυβέρ­νη­σης” _1939, ται­νία με επί­κε­ντρο την εικό­να μιας σοβιε­τι­κής αγρό­τισ­σας (με πρω­τα­γω­νί­στρια τη Βέρα Μαρέ­τσκα­για), που πήρε το δύσκο­λο μονο­πά­τι από το χωρά­φι μέχρι να γίνει βου­λευ­τί­να του Ανώ­τα­του Σοβιέτ.
Και άλλες 10–15 ται­νί­ες μετά, ενώ στη συνέ­χεια (μετά το 60) 8 (ίσως και παρα­πά­νω) για τους Ρώσους κλα­σι­κούς. Μία από αυτές η κυρία με το σκυ­λά­κι _την οποία παρε­μπι­πτό­ντως έχου­με δει εκεί­να τα χρό­νια… Το 1970 η ται­νία του Χαί­ρε, Μαί­ρη! βρα­βεύ­τη­κε στο 7ο Διε­θνές Φεστι­βάλ Κινη­μα­το­γρά­φου της Μόσχας (το 1975 ήταν μέλος της κρι­τι­κής επι­τρο­πής του), πάντα με βαθιά απο­κά­λυ­ψη της εσω­τε­ρι­κής φύσης των χαρα­κτή­ρων, λεπτή κατα­νό­η­ση της κινη­μα­το­γρα­φι­κής γλώσ­σας και  εκφρα­στι­κές λεπτο­μέ­ρειες  ως δια­κρι­τι­κά χαρα­κτη­ρι­στι­κά της δου­λειάς του.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο