Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Τα αίτια του «κορνογιού» — Η θεία Ρίνα γνωματεύει

 Γρά­φει ο Χρή­στος Α. Τού­μπου­ρος //

Αυτό κι αν ήταν απ’ τ’ Άγρα­φα! Μας έβα­λαν μέσα και θα σιου­ρί­ξου­με για τα καλά. Αυτός ο διά­ο­λος, ο κορ­νο­γιός, μ’ φαί­νε­ται πως δεν παίρν’ χαμπάρ’ από τίπο­τις και θα μας φολ­τα­κιάσ’. Φώνα­ξαν, φώνα­ξαν, χού­για­ξαν απ’ αυτά τα χαζο­κού­τια, «κατσεί­τε μέσα μωρέ αλει­τούρ­γα, μην αμπ­δά­τε την τρια­ντα­μία. Θα σας πιάσ’ καμιά χλα­πά­τσα και τότις δεν θα φτου­ράν ούτε τα ποτή­ρια κι ούτε οι βρα­σμέ­νες πικρα­λί­δες. Θα πάτε για τον Άι Πέτρο». Τα είπα και εγώ, αλλά ποιος να ακούσ’. Ίτσ’ κρίσ’ όλ’. «Μαζω­χτεί­τε μέσα στο σπίτ’, στο κατ(οι)κιό σας και γκλιο­ρέψ­τε απ’ τ’ από­γιο­μα. Μη ζαγκα­νιέ­στε ντιπ μωρέ κρούν­κα που πάτε στα καφέ­δια και β(υ)ζαίνετε τα παλιο­ρά­κια, μπα­λα­τσα­ριά­ζε­τε ντιπ και δεν ξέρε­τε πού πατά­τε και πού βρί­σκε­στε. Αυτή η χλα­πά­τσα, θα το δεί­τε, δεν για­τρεύ­ε­ται εύκο­λα. Μακριά ο ένας από την άλλη, μη στρι­μώ­χνε­στε και βγά­ζε­τε τα φωτε­ρά σας, αφή­στε τους σια­κά­δες και τις μπα­ζο­βγαι­νού­λες για αργό­τε­ρα. Μη βγά­λε­τε και κανέ­να κούτσ(ι)κο με κρο­νο­γιό και τότε φωτιά στα μπού­τια σας.

Μη φοβά­στε. Άμα το χαμπέρ’ είναι καλά, θα το ποτίσ’ ο οργω­τής. Άμα το πιάσ’ ο κορ­νο­γιός, ο τρι­σκα­τά­ρα­τος, θα μείν’ μόνι­μα ασκά­πευ­το και θα σιου­ρίξ­τε απ’ την αφι­στι­κω­μά­ρα. Μη θλη­κώ­νε­στε για­τί θα σας πιάσ’ η χλα­πά­τσα και τότε “σιού­ρα τα Ρίνα μ’ σιού­ρα­τα κατά το Καρπενήσι”».

Μολό­η­μα μεγά­λο! Ούτε στ’ν εκκλη­σιά δεν μας αφή­νουν. Μόνος τ’ ο παπά Άγγε­λος προ­χτές έψαλ­λε στα τέσ­σε­ρα τεί­χια στην εκκλη­σιά. Βύζα­ξε μονα­χός τ’ όλ’ την μετα­λα­βιά, έγι­νε κου­ρού­μπε­λο και ίσια που δεν το ‘στη­σε στο χορό να γίν’ το πανη­γύρ’ τ’ Άι Λιός. Ποιος να τον στα­μά­τα­γε. Εκεί­νος ο ψάλτ’ς ήταν απ’ τ’ν προη­γού­με­νη μέρα μεθ­σμέ­νος. Αυτός δεν έχ’ ανάγκ’. Τα ‘καψε όλα το τσί­προ. Αυτός να δεις απο­λύ­μανσ’ πού ‘χει κάμ’. Στα τρία μέτρα, αν σκρα­πα­νή­σεις το τσιακ­μάκ’, θα αρπαξ’ φωτιά απ’ το στό­μα τ’. Καμίν’ ολό­κλη­ρο. Άμ’ εκεί­νο τ’ άλλο πού το βάζεις; Ανά­στασ’, Λαμπρή, γιοκ λει­τουρ­γία. Από­ξω, μακριά κι αλάρ­γα. Θα κλαφ­νά­ει, θα κλαφ­νά­ει ο παπάς κι ο ψάλτ’ς, μέσα στην εκκλη­σιά, και μεις από­ξω δεν θα ζ’γών’ ο ένας τον άλλον. Πού χαι­ρε­τού­ρες και φ’λήματα. Τόπαν απ’ αυτό το χαζο­κούτ’. «Μη φ’λιέστε ντιπ».

Μας απο­δο­κί­μα­σι για τα καλά ο Θεός! Αμ, τι θάκα­νε με όσα έβλε­πε από ‘κει αχπαν’. Φου­τιά να μας κάψ’ έρ’ξε. Δεν άντε­ξι μ’ αυτά που γλέπ’. Τι να δει και τι να ρ’μάξ’. Άλα­λα και πάλα­λα. Από πού ν’ αρχίσ’ και πού να στα­μα­τήσ’. Οι γυν’κες πέτα­ξαν όξω τα σκτιά, ξεζαρκώθ’καν ούλες και τά ‘βγα­λαν όλα στο σιάδ’. Όξου η μέσ’, όξου ο αφα­λός, σαν κοπ­μπι­δια­σμέ­νο άντε­ρο. Αρμά­θα τα σκλα­ρί­κια στα αφτιά, περα­τα­ριά τα κατατρύπ’σαν. Ακό­μα στ’ν μύτ’, στ’ν γλώσ­σα, στα χεί­λια και στον αφα­λό. Τα γάζω­σαν σ’ λέω ούλα. Έχα­σαν για τα καλά το γρέκ’, δεν νου­γάν τίπο­τις, έγι­ναν ντιπ κατα­ντίπ σουρ­γού­νια. Στ’ μέσ’ στο δρό­μο φλιού­νται μι τ’ς γκό­μι­νους. Και τι φίλ’μα είναι αυτό; Αυτό ούτε ρού­φηγ­μα είναι. Μ’σό σκά­πε­μα είναι. Αυτά είδε από πάν’ κι μας αλά­λια­σε με τον κορ­νο­γιό. Τώρα χωθεί­τε ούλ’ μέσα στο σπίτ’, λου­φάξ­τε, μη ζαγκα­νιέ­στε καθόλ’, κομπι­διά­στε τον εσείς οι άντρες και κάτσε­τε στ’ αυγά σας, εσείς οι γ’ναίκες. Πόσο να κάτσε­τε και σεις. Ασκά­πευ­το που­λί, θολού­ρα στο βρα­κί. Απο­λά­τε την κι ο Θεός βοηθός…Μη γίνουν τα λιό­κια σας σαν ξ’νόμηλα…

Λεξι­λό­γιο
Σιου­ρί­ξα­με: ζουρλαθήκαμε
Σκραπανήσεις:χτυπήσεις
Ασκά­πευ­το: αδο­κί­μα­στο ερω­τι­κής πάξης
Λιό­κια: όρχεις

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο