Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Τραβηχτή Μάνης: Η ξεχωριστή παραδοσιακή λιχουδιά με μπουζοπούλα

Μην το Googlά­ρεις _την πάτη­σες ~3.180 απο­τε­λέ­σμα­τα _μούφες σε 0,44 δευτερόλεπτα
+ 700 promotions μαγαζιών

Γρά­φει ο \\ Αστέ­ρης Αλα­μπής _Μίδας

Το ταξί­δι στη Μάνη _μεσσηνιακή (λεγό­με­νη επί­σης Έξω ή Απο­σκιε­ρή) και λακω­νι­κή (Μέσα Μάνη ή Προ­ση­λια­κή ‑πολύ μεγα­λύ­τε­ρη _1.800χλμ2) απο­τε­λεί μια συναρ­πα­στι­κή εμπει­ρία και το συνει­δη­το­ποιείς με το που την βλέ­πεις από μακριά. Τόπος άγριος, αινιγ­μα­τι­κός, συναρ­πα­στι­κός, που η ομορ­φιά του συνε­παίρ­νει. Σπον­δυ­λι­κή στή­λη της το όρος Ταΰ­γε­τος με ψηλό­τε­ρη κορυ­φή τον Προ­φή­τη Ηλία (2.404 μ.).

Με αφε­τη­ρία Καρ­δα­μύ­λη Νέο Οίτυ­λο __Τσίπα, όπως λένε την περιο­χή οι ντό­πιοι …Αρε­ό­πο­λη ή Γύθειο, ο ταξι­διώ­της έχει την ευκαι­ρία να περι­πλα­νη­θεί στα μανιά­τι­κα μονο­πά­τια, να βρε­θεί σε παρα­λί­ες, όπου ομπρέ­λες και ξαπλώ­στρες είναι ανά­κα­τες με τους ανθρώ­πους που στε­νά­ζουν αλλά και 10άδες κόλ­πους, να γευ­τεί τους θησαυ­ρούς της θάλασ­σας αλλά και τις ντό­πιες γεύ­σεις. Άλλω­στε, οι μνή­μες για έναν τόπο κλεί­νουν μέσα τους και τα όσα γευ­τή­κα­με σε αυτόν, όχι μόνον όσα αντικρίσαμε.

Λένε ότι για να δεις την ψυχή της Μάνης θέλεις τρεις ζωές: «Περα­στι­κός βλέ­πεις τη Μάνη σε τρεις ημέ­ρες, περ­πα­τη­τής σε τρεις μήνες και για να δεις τη ψυχή της θέλεις τρεις ζωές. Μία για τη θάλασ­σα, μία για τα βου­νά της και μία για τους ανθρώ­πους της…»

Σε αυτόν τον τόπο θα φάτε μονα­δι­κά (αλλά συνή­θως όχι φτη­νά €€€ — €€€€€€), όπου και να καθί­σε­τε ψάρια από Λιμέ­νι μέχρι Ριτσά, μακα­ρα­νό­δα με κωλο­χτύ­πα στον Κουρ­μά ή στις “βερά­ντες” του Γερο­λι­μέ­να, μαγει­ρευ­τά κάθε είδους κλπ. Πιτό­γυ­ρα παντού _συνιστούμε να τα αποφύγετε

Ωστό­σο, η γεύ­ση κρύ­βε­ται στα μικρά και δεν χρειά­ζε­ται πολ­λά-πολ­λά για να απο­λαύ­σεις ένα αυθε­ντι­κό μανιά­τι­κο έδε­σμα, που δεν είναι άλλο από την “τρα­βη­χτή” της Μάνης έχει θρέ­ψει γενιές και γενιές (συνή­θως σε δύσκο­λες περιό­δους, όπως πολέ­μου και ανέ­χειας, με την απλή συντα­γή να περ­νά από γενιά σε γενιά).

Σήμε­ρα έχει γίνει in έδε­σμα από “chef’s” (μέτριους ως της κακιάς ώρας) που δηλώ­νουν μαε­στρία και καθέ­νας καυ­χιέ­ται ότι έχει το δικό του μυστι­κό _μέχρι και κάποιοι που θεω­ρούν πατέ­ντα τους τη συντα­γή για τη ζύμη, γνω­στή και στην “κου­τσή Μαρία” και έχει εκφυ­λι­στεί σε street food σου­βλά­κι με λιπα­ρά τυριά και διά­φο­ρες ξενό­φερ­τες σος με μπαλ­σά­μι­κα κλπ. Με τυρί και σου­βλά­κι, λέγε­ται τρι­πλέ­τα, επί­σης υπάρ­χει με σύγκλι­νο ή παν­σε­τά­κι, ενώ από το μενού δεν λεί­πουν και πιο γλυ­κές “εμπνεύ­σεις”, με το ζυμά­ρι να γεμί­ζει μέλι ή πραλίνα.

Πάνε οι και­ροί της “λιτό­τη­τας” με το ζυμά­ρι να ανοί­γε­ται, να “τρα­βιέ­ται” και να βυθί­ζε­ται με μερά­κι, στο εκλε­κτό ντό­πιο ελαιό­λα­δο, βγαί­νο­ντας τρα­γα­νό και αφρά­το με τα τηγά­νια να παίρ­νουν κάθε μέρα φωτιά και να μην υπάρ­χει ίχνος λαδί­λας στο στόμα.

Όπως και να έχει, όμως, εάν ο δρό­μος σε βγά­λει στη Μάνη, μην ξεχά­σεις να τη δοκι­μά­σεις έστω και σαν street food (όλες τις ώρες της ημέ­ρας και της νύχτας, με καφέ, μπύ­ρα τσί­που­ρο… και κυρί­ως με μπου­ζο­πού­λα (έτσι λένε την ντό­πια γουρ­νο­πού­λα) Από­φυ­γε λιω­μέ­νες γρα­βιέ­ρες, το χωριά­τι­κο αυγό και η σφέ­λα, αν σου αρέ­σουν άστα στο πλάι.

Οι “τραβηχτές”, που πήραν το όνομα τους 
από το άνοιγμα της ζύμης (πατάμε-ανοίγουμε-τραβάμε)

Ετοι­μά­ζου­με την ζύμη _βλ. παρα­κά­τω την “ξεκου­ρά­ζου­με” όπως πάντα (όσο πιο πολύ τόσο πιο ελα­στι­κή θα γίνει…) και την αφή­νου­με σε ζελα­τί­να, ώστε να τηγα­νί­σου­με λίγες-λίγες τις τρα­βη­χτές μας και μετά κατ’ ευθεί­αν στο τρα­πέ­ζι με τα συμπλη­ρω­μα­τι­κά της (μπο­ρεί να μεί­νει στο ψυγείο μέχρι και 4–5 μέρες).

      • ½ κιλό αλεύ­ρι (όσο πάρει)
      • Μαγιά
      • Αλά­τι
      • Λίγη ζάχα­ρη
      • 1 κου­τα­λιά σού­πας ελαιό­λα­δο (προ­αι­ρε­τι­κά)
      • 250–300gr νερό χλιαρό

Η δια­δι­κα­σία είναι ουσια­στι­κά σαν του ψωμιού (αφή­στε τα ειδι­κά σκευά­σμα­τα, ένα “για όλες τις χρή­σεις”, είναι αρκε­τό) με μαγιά φρέ­σκια (αφού να την ενερ­γο­ποι­ή­σε­τε) ή ξερή (φακε­λά­κι)

Ανα­κα­τεύ­ου­με τα στε­ρεά υλι­κά, δια­λύ­ου­με το αλά­τι στο νερό και βάζου­με αλεύ­ρι, ζάχα­ρη και μαγιά σε λεκα­νί­τσα ή στο κάδο του μίξερ, με το εξάρ­τη­μα ζυμώ­μα­τος (γάτζο) και προ­σθέ­του­με την (προ­αι­ρε­τι­κή) κου­τα­λιά σού­πας ελαιόλαδο.

Αν ζυμώ­νου­με με τα χέρια η ζύμη δεν πρέ­πει μεν να είναι πολύ σφι­χτή, αλλά ούτε να κολ­λά­ει στα δάχτυ­λα. Το κατα­λα­βαί­νου­με αγγί­ζο­ντας ‑αν χρεια­στεί προ­σθέ­του­με λίγο αλεύ­ρι. Την μετα­φέ­ρου­με στο παστό­ξυ­λο και ζυμώ­νου­με μέχρι να γίνει λεία και απα­λή, χωρίς γρό­μπους και τη βάζου­με σε ελα­φρά λαδω­μέ­νη λεκα­νί­τσα ή μπολ “κυλά­με” σκε­πά­ζου­με και περι­μέ­νου­με 1–1½ ώρα –θα έχει 2πλασιαστεί μέχρι τότε και _αν θέλου­με να ξεκι­νή­σου­με αμέσως…

  • Με λαδω­μέ­να χέρια την ξεφουσκώνουμε.
  • Κόβου­με μικρά κομ­μά­τια (μέγε­θος μαντα­ρι­νιού ή λίγο μεγα­λύ­τε­ρο αναλόγως).
  • Με χέρια πάντα λαδω­μέ­να πλά­θου­με μπα­λά­κια και
  • Τρα­βά­με απα­λά και τεντώ­νου­με, πατά­με με τα δάχτυ­λα και επα­να­λαμ­βά­νου­με μέχρι να ανοί­ξει σε φύλ­λο οβάλ 2–2½ χιλιοστά).
  • Ζεσταί­νου­με ελαιό­λα­δο σε μεσαίο τηγά­νι (πρέ­πει να καλύ­πτει την πίτα μέχρι τη μέση _όχι να κολυ­μπά­ει) και
  • Ρίχνου­με μια-μια (μέτρια \ δυνα­τή φωτιά, αν δού­με πως πάει να “αρπά­ξει”, τρα­βά­με από το μάτι) 
    • Πιέ­ζου­με ελα­φρά την επι­φά­νεια αν χρειά­ζε­ται όπου φου­σκώ­νει σαν μπα­λό­νι (τρυ­πά­με με πηρούνι).
  • Μετά από ~2λ (έχει ροδί­σει πλέ­ον και φου­σκώ­σει) γυρί­ζου­με τού­μπα και
  • Τηγα­νί­ζου­με για 1½λό από την άλλη πλευρά.
  • Κανο­νι­κά δεν πρέ­πει να έχουν ρου­φή­ξει λάδι, πάντως τις παρα­τάσ­σου­με σε απορ­ρο­φη­τι­κό χαρτί
  • Και ΚΑΛΗ ΟΡΕΞΗ

Αν θέλε­τε ένα πρω­ϊ­νό relax με τον\την σύντρο­φό σας (μετά από –ευχό­μα­στε, μια ερω­τι­κή νύχτα), σηκω­θεί­τε και ετοι­μά­στε 4–5 με μέλι και κανέ­λα ή με μέλι και τυρί (φρέ­σκια μυζή­θρα), ή απλά με κανε­λο­ζά­χα­ρη και λίγο πορ­το­κά­λι ξύσμα _ όπως το το συνη­θί­ζουν και οι Κρητικοί

Κανε­λό­ρι­ζα και άνθος της κανέ­λας, φού­ντα της, φού­ντα της μηλιάς.
Φού­ντα της μηλιάς στα μήλα φορ­τω­μέ­νη, τ’ άκου­σα, τ’ άκου­σα κι εγώ.

Τ’ άκου­σα κι εγώ πάω να κόψω μήλα, μήλα δεν, μήλα δεν ηύρα.
Μήλα δεν ήβρα μόν’ τον καη­μό που πήρα, πέφτω σ’ α‑, πέφτω σ’ αρρώστια.

Πέφτω σ’ αρρώ­στια σε κίν­δυ­νο μεγά­λο φέρ­τε το, φέρ­τε το γιατρό.
Φέρ­τε το  για­τρό τον πόνο μου να γιά­νει, που με λά‑, που με λάβωσε.

Που με λάβω­σε μια κόρη από την Κρή­τη, κόρη κρη‑, κόρη κρητικιά.
Κόρη κρη­τι­κιά κόρη παπα­δο­πού­λα, κόρη κρη‑, κόρη κρητικιά.

Ακό­μη και σκέ­τη ζύμη πάει με όλα _από κει και πέρα φαντα­σία να υπάρχει

Όπως είπα­με η τρα­βη­χτή Μάνης είναι ξεχω­ρι­στή παρα­δο­σια­κή λιχου­διά (κυρί­ως) με μπου­ζο­πού­λα
Το εκλε­κτό εδώ­δι­μο –και έθι­μο στη Μεσ­ση­νία που έλκει από την περί­ο­δο της Τουρ­κο­κρα­τί­ας, για­τί η λαχτα­ρι­στή γουρ(ου)νοπούλα δεν κιν­δύ­νευε να αρπα­χθεί και να φαγω­θεί από τους κατα­κτη­τές, όπως οποιο­δή­πο­τε άλλο σφα­χτά­ρι, για­τί οι Τούρ­κοι –ως μου­σουλ­μά­νοι, δεν τρώ­γα­νε τα χοι­ρι­νά (μάλι­στα ζού­σαν –λένε ελεύ­θε­ρες μέσα στην πόλη)

Αυτά κάποια άλλη στιγ­μή θα μιλή­σου­με επι­στη­μο­νι­κά, για το ρόλο της κλη­μα­τό­βερ­γας την αντί­δρα­ση Maillard (Μαϊ­γιάρ) και πολ­λά ακόμη

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο