«Έρχονται από τη γης από κάτω. Όλο το χρόνο πελεκούν με τα τσεκούρια να κόψουν το δένδρο που βαστάει τη γης , αλλά όταν κοντεύουν να το κόψουν έρχεται ο Χριστός και μονομιάς ξαναγίνεται το δένδρο και τότε τα δαιμόνια χιμούν στη γης επάνω και πειράζουν τους ανθρώπους»
_ Νικόλαος Πολίτης
Γράφει ο \\ Αστέρης Αλαμπής _Μίδας
Σε προηγούμενο αφιέρωμα μιλήσαμε για το «Σκαρκάντζαλο», ένα κούτσουρο που πρέπει να καίει στο τζάκι από την παραμονή των Χριστουγέννων έως τα Φώτα για να διώξει το κακό που δεν είναι άλλο από τους καλικάντζαρους που εκείνες τις μέρες βρίσκονται στη γη και πρέπει πάση θυσία να μείνουν έξω από το σπίτι
Οι καλικάντζαροι (μακρινοί απόηχοι των ειδωλολατρικών μεταμφιεσμένων γιορταστών και των τραγοπόδαρων χορευτών του Διονύσου), που σαν παράξενα μαλλιαρά troll υπάρχουν και σε λαϊκά έθιμα και δοξασίες άλλων χωρών κατά τη νεοελληνική παράδοση πριονίζουν όλο το χρόνο το δέντρο που κρατάει τη Γη (παραλλαγή του μυθικού Άτλαντα), κρυμμένοι στα βάθη της και μόλις ακούσουν κάλαντα και προετοιμασίες, παρατάνε το έργο τους και ανεβαίνουν στον απάνω κόσμο για να ξεφαντώσουν (ή από το φόβο μήπως τελικά η ετοιμόρροπη γη τους πλακώσει).
Έχουν διάφορες ονομασίες: Λυκοκαντζαραίοι, σκαρικατζέρια, καρκατζέλια, πλανήταροι (Κύπρος), Κάηδες (Σύμη), καλλισπούδηδες, χρυσαφεντάδοι (Πόντος), κωλοβελόνηδες, παρωρίτες ή παραωρίτες (πριν από το λάλημα του πετεινού), παγανά και με παρεμφερή ονόματα υπάρχουν και στους βαλκανικούς γείτονες λαούς, με χιλιάδες θρύλους και έθιμα, άλλοτε όντα υπαρκτά κι άλλοτε ‑καλά και κακά πνεύματα.
Σύμφωνα με τη λαϊκή δοξασία των χριστιανών τις μέρες αυτές τα «νερά είναι αβάφτιστα» κι οι καλικάντζαροι βγαίνουν από τη γη για να πειράξουν τους ανθρώπους τώρα που ο Χριστός είναι και εκείνος αβάφτιστος.
Ο λαός τους φαντάζεται με διάφορες μορφές κατά περιοχή με κοινό γνώρισμα την ασχήμια τους.
Κατά μια Αραχωβίτικη περιγραφή αυτοί είναι: «κακομούτσουνοι» και «σιχαμένοι», «καθένας τους έχει κι απόνα κουσούρι, άλλοι στραβοί, άλλοι κουτσοί, άλλοι μονόματοι, μονοπόδαροι, στραβοπόδαροι, στραβόστομοι, στραβοπρόσωποι, στραβομούρηδες, στραβοχέρηδες, ξεπλατισμένοι, ξετσακισμένοι και κοντολογής όλα τα κουσούρια και τα σακατιλίκια του κόσμου τα βρίσκεις όλα πάνω τους».
Χρόνια πολλά στους εορτάζοντες: Θεοφάνη, Θεοφανία, Ιορδάνη, Ιορδάνα, Φώτη, Φανή…
Έχουν κάποια κοινά χαρακτηριστικά με άλλα «δαιμόνια» της ελληνικής υπαίθρου, που συμπεριφέρονται και ως καλικάντζαροι, με τη διαφορά ότι εκείνα εμφανίζονται στη διάρκεια όλης της χρονιάς όπως οι «Βουρκόλακες» (=Βρυκόλακες), «Βουρβούλακες», «Παγανοί», «Αερικά», «Ξωτικά», «Παρωρίτες» σε αντίθεση με τα «Τσιλικρωτά» (Καρδαμύλη Μάνης), «Καλιοντζήδες» (Ήπειρος), «Πλανήταροι» και «Πλανηταρούδια» (Κύπρος), «Κατσιάδες» (Χίος), «Κάηδες» και «Καλισπούδηδες» (Σάμος), «Κάηδες» αλλά και «Καημπίλιδες» (Κάρπαθος), «Σιβότες» και «Σιφώτες» (Καππαδοκία), κι ακόμη «Χρυσαφεντάδες» (Οινόη-Πόντος) Είναι αρκετοί «επώνυμοι», καμιά εικοσαριά –ίσως και παραπάνω (κάποιοι τους μετράνε ακριβώς 18).
Αρχηγός τους είναι πάντα ο Μαντρακούκος, που είναι κουτσός κι άγριος και ο πιο επικίνδυνος απ’ όλη την ομάδα.
Και μετά ο Μαγάρας, με την τεράστια κοιλιά του, που μαγαρίζει φαγητά και γλυκά, ο Κωλοβελόνης (το λέει και τα’ όνομάτου ‑αδύνατος και σουβλερός) σαν μακαρόνι και περνά από κλειδαρότρυπες και χαραμάδες, ο Κοψαχείλης με τεράστια κοφτερά δόντια, που κρέμονται από το στόμα του –γενικά δυο παρόμοιοι δεν υπάρχουν, «ο καθένας στο είδος του»
- Ο Πλανήταρος πλανεύει τους ανθρώπους γιατί μπορεί να μεταμορφώνεται σε ζώο ή σε κουβάρι.
- Ο Μαλαγάνας θέλει πολύ προσοχή γιατί ξεγελάει τα παιδιά με γλυκόλογα και έτσι καταφέρνει να τους παίρνει τα γλυκά
- Του Μαλαπέρδα του αρέσει να κατουράει και στα φαγητά την ώρα που μαγειρεύονται. Γι’ αυτό νοικοκυρές προσοχή! Κλείνετε καλά το καπάκι της κατσαρόλας τους (εχθρός του η χύτρα ταχύτητας –μια φορά πήγε να μπει από τη βαλβίδα και τσουρούφλισε τη μαλαπέρδα του, οπότε δεν το ξαναπροσπάθησε).
- Ο Τρικλοπόδης έχει χταποδίσιο χέρι που το χώνει παντού και σκουντουφλάνε πάνω του οι άνθρωποι (ειδικότητά του να μπερδεύει τις κλωστές από το πλεχτό της γιαγιάς).
- Ο Μαγάρας έχει μια κοιλιά σαν τούμπανο και αφήνει τα πιο «εύοσμα» βρομερά αέρια στα φαγητά των ανθρώπων (αν εμφανιστεί στο τραπέζι σας τελειώσατε «άπαντες όλοι».
- Ο αρχηγός ‑αρχικαλικάντζαρος Μαντρακούκος είναι όλο «λούφα και παραλλαγή» την ημέρα κρύβεται στις μάντρες και τη νύχτα βγαίνει και πειράζει τις γυναίκες που περπατούν στο δρόμο (που πρέπει να φυλάγονται «μπρος και πίσω», ειδικά να προσέχουν τα νώτα τους γιατί εμφανίζεται από το πουθενά και μπαίνει σε δράση εκεί που δεν το περιμένεις.
Και να πεις πως είναι κανένας παιδαράς –τότε χαλάλι που λέει ο λόγος!, είναι κοντόχοντρος, τραγοπόδαρος, καραφλός, ασχημομούρης –όλα τα κακά του (πάνω) κόσμου έχει, πιο πολύ απ’ τους άλλους μαζί και κυρίως πάρα-παρα-πολύ επικίνδυνος… - Ο Κουλοχέρης είναι για λύπηση σαραβαλιασμένος, μ’ ένα χέρι κοντό κι ένα μακρύ, που συνεχώς μπερδεύεται και πέφτει κάτω
- Ο Καταχανάς τρώει διαρκώς και τα πάντα και παράλληλα ρεύεται και βρομάει απαίσια (κατ’ άλλους πέρδεται κιόλας).
- Ο Γουρλός έχει τεράστια μάτια σαν αυγά και πεταμένα έξω ‑φυσικά δεν του ξεφεύγει τίποτα.
- Ο Περίδρομος είναι άλλος ένας φαταούλας της ομήγυρης.
- Ο Παρωρίτης έχει μύτη σαν προβοσκίδα και πολύ μαλακή και εμφανίζεται λίγη ώρα πριν λαλήσει ο πετεινός, αξημέρωτα έχοντας μανία (μεταξύ άλλων) να παίρνει τις φωνές των ανθρώπων.
- Ο Κοψαχείλης με τα τεράστια δόντια να κρέμονται έξω από τα χείλη του, αρέσκεται να κοροϊδεύει το παπαδαριό (και γι αυτό φορά συνήθως ένα ψεύτικο καλυμμαύκι).
- Ο Κοψομεσίτης είναι ο πιο κουτσός και καμπούρης σε σχέση με τους άλλους καλικάντζαρους και τρελαίνεται για τηγανίτες με μέλι και σοροπιαστά λαλάγγια, δίπλες κλπ γλυκά αυτών των ημερών.
- Ο Στραβολαίμης έχει ένα κεφάλι που στριφογυρνάει διαρκώς σα σβούρα.
- Ο μακρύς σαν μακαρόνι και γλοιώδης Κωλοβελόνης μπορεί εύκολα να περνάει όχι μόνο από τις κλειδαρότρυπες αλλά κι από τις τρύπες του κόσκινου και τις ιδιαίτερα κουραστικές για όλους ονειροπαγίδες. Ιδιαίτερα σβέλτος και γρήγορος στις κινήσεις του, συχνά εμφανίζεται να έχει ουρά που καταλήγει σε επικίνδυνο βέλος.
- Ο Βατρακούκος είναι θεόρατος και ολόιδιος βάτραχος.
- Η Αυτού Μεγαλειότης ο κατσικοπόδαρος φαλακρός και κασιδιάρης με ένα κατσικίσιο ποδάρι, είναι κακορίζικος, ελεεινός και γρουσούζης. Όπου βάλει το κατσικίσιο του ποδάρι φέρνει καταστροφή.
- Ο Παγανός είναι κουτσός. Λένε πως τον κούτσανε μια κλωτσιά από το γαϊδούρι της χωριατοπούλας Μάρως, που την κυνηγούσε κάποτε (με άγριες διαθέσεις), για να την κάνει γυναίκα του αλλά αυτή κρύφτηκε στα σακιά με το αλεύρι που είχε φορτωμένα στο γαϊδούρι της και κατάφερε να του ξεφύγει. Ο Παγανός τρέχοντας μανιασμένος κοντά στο συμπαθητικό τετράποδο για να την βρει (του είχαν ανάψει κυριολεκτικά τα αίματα) τρόμαξε τόσο πολύ το ζωντανό που άρχισε να κλωτσάει σε όλες τις κατευθύνσεις, έτσι έφαγε μια γερί από το αριστερό πίσω πόδι και σακατεύτηκε.
Ο Παγανός λατρεύει τη στάχτη και γι’ αυτό τρυπώνει από τις καμινάδες, αλλά φοβάται πιο πολύ απ’ όλους τους καλικάντζαρους τη φωτιά και γι’ αυτό οι νοικοκύρηδες φροντίζουν να μη σβήσει κατά τη διάρκεια του 12ήμερου το χριστόξυλο – «Σκαρκάντζαλο» και μάλιστα ρίχνουν κάθε τόσο χοντρό θαλασσινό αλάτι που κάνει θόρυβο με τις εκρήξεις του όταν πέσει στη φωτιά, για να τον τρομάξουν ακόμα περισσότερο.
Norske troll
Μορφές σαν αυτές των καλικάντζαρων υπάρχουν –όπως είπαμε παραπάνω σε όλους σχεδόν τους λαούς του κόσμου, με πιο γνωστά (και συναφή με τους δικούς μας) τα Νορβηγικά τρολ, εκείνα τα τρομακτικά όντα της μυθολογίας τους ‑κάποιες φορές ανθρωποφάγα, άλλες καλοκάγαθα.
Για τους δικούς μας καλικάντζαρους θα βρείτε χιλιάδες δημοσιεύσεις στο διαδίκτυο, οι περισσότερες πανομοιότυπες (κάποιες και με αρκετές ανακρίβειες).
Εμείς κάνουμε μια προσπάθεια να δείξουμε την διαπολιτισμική όψη πολλών πλευρών του θέματος –πάρτε υπόψη πως οι ρίζες του χάνονται στο βάθος του χρόνου και –μεταξύ άλλων ερίζουν οι ειδικοί για την ετυμολογία της λέξης.
Λοιπόν…Υπάρχει ένα διάσημο νορβηγικό παραμύθι, το «De tre bukkene Bruse» (Three Billy Goat’s Gruff –οι τρεις κατσίκες ) που αναφέρεται σε ένα μικρό πεινασμένο και γιαλατζή μάγκας troll που ζει κάτω από μια γέφυρα και καραδοκεί να αρπάξει κανα κατσίκι ή άλλο ζωντανό αν κάνει το λάθος να περάσει από πάνω
Μια φορά κι έναν καιρό τρία κατσίκια έπρεπε ξεκίνησαν για την πλαγιά του λόφου –με τη γέφυρα ανάμεσα (μάλιστα πάνω από έναν καταρράκτη, με το άσχημο τρολ από κάτω), να λιαστούν και να παχύνουν, γιατί ήταν πετσί και κόκκαλο και το όνομα και των τριών ήταν Bruse.
Με το που έφτασε ο νεότερος bukken Bruse η γέφυρα προειδοποίησε «ταξίδι, παγίδα, ταξίδι, παγίδα!», ενώ το τρολ φώναξε «ποιος είναι αυτός που πέφτει πάνω στη γέφυρα μου;»
«Ω, είμαι μόνο εγώ, ο πιο μικρός Bruse και ανεβαίνω στην πλαγιά του λόφου για να παχύνω», είπε το κατσικάκι μειλίχια.
-Τώρα, έρχομαι να σε καταπλήξω, είπε το τρολ.
‑Ω, όχι! Προσεύχομαι μην με πάρετε, είμαι πολύ μικρούλης ‑Περιμένετε λίγο έως ότου έρθει ο δεύτερος Bruse, είναι πολύ μεγαλύτερος!
‑Καλά σε αφήνω!, είπε το τρολ.
Λίγο αργότερα ήρθε ο δεύτερος – «Ταξίδι, παγίδα, ταξίδι, παγίδα, ταξίδι, παγίδα» ‑το βιολί της η γέφυρα – «ποιος είναι αυτός που πέφτει πάνω στη γέφυρα μου;», το τρολ
-«Ω, είμαι το δεύτερο Bruse, και ανεβαίνω στην πλαγιά του λόφου…» (κλπ) είπε η κατσίκα που δεν είχε τόσο ψιλή φωνή
‑Καταφθάνω!, είπε το τρολ.
‑Ω, όχι! Μην με πάρετε… περιμένετε λίγα λεπτά, έρχεται από πίσω ο μεγάλος Bruse, που είναι τεράστιος!
– Πολύ καλά! αφού το λες εσύ …
Σχεδόν «καπάκι» ήρθε κι ο veldig stor (πολύ μεγάλος), με τη γέφυρα να φωνάζει τα δικά της, πολύ πριν αυτός εμφανιστεί στο βάθος…
– Ποιος είναι αυτός που κοντεύει να γκρεμίσει τη γέφυρα μου ‑Έλα μαζί μου αμέσως, είπε ο τρολ.
«Είμαι εγώ! ο μεγάλος Bruse! (είχε μια άσχημη βραχνή φωνή).
– Καταφθάνω να σε συντρίψω, βρυχήθηκε το τρολ.
– Λοιπόν, έλα! Έχω δύο δόρατα, θα σου πετάξω τα μάτια έξω και θα στα βάλω στ’ αυτιά, έχω και δυο τεράστια κοτρόνια και θα σε συντρίψω θα σε κάνω κομμάτια, θα σου σπάσω τα κόκαλα.
Αμ’ έπος άμ’ έργον, του βγαλε τα μάτια του με τα κέρατα, τον έκανε κομμάτια, ‑λένε πως τον πέταξε και στον καταρράκτη.
Μετά ανέβηκε στην πλαγιά του λόφου για να παχύνει, αλλά χόντρυναν και τα τρία τόσο πολύ, που δεν κατάφεραν να περπατήσουν ξανά προς τα πίσω … Και το λίπος δεν τους έπεσε ποτέ στον αιώνα τον άπαντα ‑και έτσι, … Snip, snap, snout (και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα).
σσ. Το «De tre bukkene Bruse» είναι ένα παραμύθι πολύ παλιό: καταγράφηκε από τους Peter Christen Asbjørnsen και Jørgen Moe, στο Norske Folkeeventyr, για πρώτη φορά το 1841 στην κατηγορία «φάε-με-όταν-παχύνω» (!!) και κυκλοφόρησε στα αγγλικά το 1859 –οπότε έγινε και ευρύτερα γνωστό.
Όχι τυχαία το «τρολλ», «τρολλάρω» κλπ είναι πλέον συνήθης όρος του διαδικτύου, γιατί κάποιοι ‑ως καλικάντζαροι, μπαίνουν σε ένα θέμα, μια σοβαρή συζήτηση, μια άποψη και την καταστρέφουν γράφοντας άσχετα ή προσβλητικά σχόλια.
Στην πρώην ΕΣΣΔ δεν ευδοκίμησαν οι καλικάντζαροι, γιατί δεν ήταν αντικείμενο της παράδοσης των λαών της. Η βιβλιογραφία αναφέρεται στα «Goblins» (ή Gobelin) ως «υπερφυσικά ανθρώπινα πλάσματα που ζουν, σύμφωνα με τη δυτικοευρωπαϊκή μυθολογία, σε υπόγεια σπήλαια και δεν μπορούν να αντέξουν το φως του ήλιου».Η λέξη –γράφουν προέρχεται από το παλιά νορμανδικά (gobelin), που χρονολογείται από τα λατινικά gobelinus, από τα παλιά ελληνικά κόβαλος = απατεώνας, δαίμονας (όπως και το «Kobold» που προέρχεται από την ίδια ρίζα).
Η εμφάνιση περιγράφεται με διαφορετικούς τρόπους, αλλά ένα πράγμα είναι σίγουρο, τα goblins είναι ένα από τα πιο άσχημα πλάσματα στην ευρωπαϊκή μυθολογία ‑ανθρωπόμορφα, αλλά κυμαίνονται σε ύψος από ένα πόδι έως δύο μέτρα.
Ωστόσο, τα goblin μπορούν να μετατραπούν σε ανθρώπους, αλλά τρία στοιχεία της εμφάνισής τους παραμένουν αμετάβλητα: μακριά αυτιά, τρομακτικά, μάτια που μοιάζουν με γάτα και μακριά νύχια. Τα Goblins κρύβουν τα αυτιά τους κάτω από ένα καπέλο, αλλά δεν μπορούν να κρύψουν τα μάτια τους, επομένως, σύμφωνα με τον μύθο, μπορείτε να τα αναγνωρίσετε από τα μάτια τους.Σύμφωνα με τον Άγγλο αφηγητή George MacDonald, τα goblin κάποτε ζούσαν στην επιφάνεια και ήταν σαν άνθρωποι.
Αλλά ο βασιλιάς, ο οποίος κυβερνούσε τότε, δεν τους άρεσε για κάτι, και έπρεπε να κρυφτούν. Κατά τη διάρκεια των αιώνων που πέρασαν υπόγεια, αυτοί οι άνθρωποι έχουν αλλάξει πολύ και άρχισαν να ονομάζονται gobins.
Στη σύγχρονη φαντασία, η εικόνα τους αναβαπτίστηκε χάρη στον Tolkien και το μυθιστόρημά του The Hobbit (τα χόμπιτ) –ως τραχείς, καλοί οι περισσότεροι, υπόγειοι κάτοικοι που φοβούνται τον ήλιο.
Στη συνέχεια της ιστορίας, στο «Ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών» καλούνται orcs.
Ο Tolkien χρησιμοποίησε αυτές τις λέξεις εναλλακτικά, ενώ άλλοι συγγραφείς φαντασίας (Forgotten Realms, WarCraft κλπ), υποστηρίζουν ότι τα goblins και τα orcs είναι διαφορετικοί λαοί, αν και σχετίζονται.
Στα βιβλία του Χάρι Πότερ, οι goblin ζουν και εργάζονται στη μαγική όχθη του Gringotts…Και μια που αναφερθήκαμε σε ΕΣΣΔ και Ρωσία, ξεχνώντας για λίγο τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, που κοντεύει να κλείσε ένα χρόνο, με εκατόμβες θυμάτων μια «σχετική» είδηση του πρακτορείου Фонтанка.ру (fontanka)
Η ιστορική απόφαση ελήφθη στο Rosstat. Τώρα, κατά την απογραφή του πληθυσμού, οι πολίτες μπορούν να εγγραφούν ως «ξωτικά» ή «goblin».
Κατά την προηγούμενη απογραφή, υπήρχαν μόνο 1.024 –αλλά «Αυτό δεν είναι αρκετό για 147 εκατομμύρια κατοίκους»
Οι κάτοικοι της Ρωσικής Ομοσπονδίας μπορούν να ταυτιστούν με φανταστικά πλάσματα –όπως ανακοινώθηκε …
Αν κάποιος νιώθει σαν ξωτικό, ας είναι ξωτικό!, ανέφερε ο Σμέλοφ στο RIA Novosti.
Οι συμμετέχοντες στην απογραφή, φυσικά, μπορούν να αποκαλούνται ξωτικά, καλικάντζαροι, ή ότι θέλουν, αλλά παρόλα αυτά, «καλό είναι να συμπληρώσετε τα προσωπικά δεδομένα με κάθε σοβαρότητα, γιατί ‑παρά την ανωνυμία της διαδικασίας, τα αξιόπιστα δεδομένα είναι πολύ σημαντικά για τις στατιστικές».
Σήμερα τα φώτα και ο φωτισμός
Σήμερα τα Φώτα και οι φωτισμοί | εορτή μεγάλη και οι αγιασμοί.
Kάτω στον Iορδάνη τον ποταμό | κάθετ’ η κυρά μας η Παναγιά | με τα θυμιατούρια στα δάχτυλα | και τον Αϊ-Γιάννη παρακαλεί.
Άγιε μου Γιάννη και Bαφτιστή | βάφτισε το γιο μου μονογενή.
Πώς θε να βαφτίσω Θεού παιδί | αύριο θ’ ανέβω στους ουρανούς | να καταπατήσω τα είδωλα | να καταθυμιάσω τους ουρανούς | και θε να κατέβω στον ποταμό | δια να βαφτίσω σε τον Xριστό.
Oυρανός εσκίστη | Iησούς Xριστός βαπτίστη (κάλαντα Ικαρίας που ηχογραφήθηκαν σε στούντιο το 1974)
Αλλά τα Φώτα όλα τα πονηρά πνεύματα φεύγουν με τον αγιασμό;
O παπάς με την «πρωτάγιαση», με το Σταυρό κι ένα κλωνί βασιλικό γυρίζει στα σπίτια να ραντίσει κάθε δωμάτιο, κάθε κτήμα, αλλά και κάθε ζωντανό, για να φύγει το κακό, το προσωποποιημένο ως Καλικάντζαροι στην πλούσια φαντασία του λαού μας.
Φεύγετε να φεύγουμε | γιατί έφτασε ο τουρλόπαπας | με την αγιαστούρα του | και με την βρεχτούρα του! (κατά άλλη παραλλαγή «με τη μαγκούρα του») φωνάζουν τα θρασίμια οι καλικατζαρέοι και τα μαζεύουν εγκαταλείποντας τον «Πάνω Κόσμο», μέχρι την επόμενη χρονιά.
«Τσοι δώδεκα αγιάζω, τσοι δεκατρείς φωτίζω»
Η παράδοση, ή αν θέλετε ο μύθος των καλικάντζαρων, ξεθωριάζει στο βωμό της εμπορευματοποίησης των αξιών και των παραδόσεων, οι καλικάντζαροι ήταν κάτι σαν αδύναμος κρίκος, μια και δε φέρνουν κινέζικα δώρα ιμιτασιόν, ούτε ετοιμάζουν ξενόφερτες ρεβεγιόν.
Είναι πολύ ευκίνητοι ανεβαίνουν στα δένδρα πηδούν από στέγη σε στέγη, σπάζοντας κεραμίδια κάνοντας μεγάλη φασαρία. Η τροφή τους κυρίως ακάθαρτη: σκουλήκια, βαθράκοι (=βάτραχοι), φίδια, ποντίκια κά. χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αποστρέφονται τα εδέσματα του Δωδεκαήμερου.
Και ότι βρουν απλωμένα τα ποδοπατούν. Άμα βρουν ευκαιρία κατεβαίνουν από τις καμινάδες στα σπίτια και μαγαρίζουν τα πάντα.
Συνήθως φαντάζονται νάνοι, αλλά και ψηλοί, σκουρόχρωμοι, με μαλλιά μικρά και ατημέλητα, μάτια κόκκινα, δόντια πιθήκου, δασύτριχοι, χέρια και νύχια πιθήκου, πόδια γαϊδάρου ή το ένα γαϊδάρου και το άλλο ανθρώπινο –«μισοί γαϊδούρια και μισοί άνθρωποι όπως λένε στη Σύρο, αλλά και σαν «μικροί σατανάδες» – (σατανοπαίδια όπως λένε στη Νάξο), άλλοτε γυμνοί και άλλοτε ρακένδυτοι με σκούφο (οξυκόρυμβο) από γουρουνότριχες και με παπούτσια άλλοτε σιδερένια και άλλοτε με τσαρούχια ή τσαγγία (ΣΣ |> Βυζαντινά υποδήματα –λένε ότι το πτώμα του Κωνσταντίνου του Παλαιολόγου το αναγνώρισαν, μετά την άλωση, από τα κόκκινα «τσαγγία με αετούς», που μόνο ο αυτοκράτορας φορούσε εξ ου το επάγγελμα τσαγγάρης [τσαγγάρις<τσαγγάριος = κατασκευαστής τσαγγίων].Σε μερικά μέρη τους καλικάντζαρους τους συνοδεύει η μάνα τους η «Καλικατζαρού» που τους «ορμηνεύει» τι να πειράξουν.
Σε κάποια νησιά οι καλικάντζαροι έρχονται με τις γυναίκες τους ή μόνο οι γυναίκες τους οι «καλικαντζαρίνες»!
Και προκειμένου οι νοικοκυραίοι να αποφύγουν ένα τέτοιο συρφετό ρίχνουν στα κεραμίδια κομμάτια από χοιρινό ή λουκάνικα ή (ανάλογα με την περιοχή ξηροτήγανα!)
Σύμφωνα με κάποιες ελληνικές δοξασίες ήταν άνθρωποι με κακιά μοίρα μεταβαλλόμενοι σε δαιμόνια, γίνονται δε καλικάντζαροι αυτοί που έχουν γεννηθεί μέσα στο 12ήμερο εκτός και αν βαπτισθούν αμέσως, ή εκείνοι στους οποίους ο ιερέας …δεν ανέγνωσε σωστά τις ευχές του βαπτίσματος, τα τερατώδη βρέφη, ή κατά τους Σιφναίους όσοι πέθαναν στο Δωδεκαήμερο ή αυτοκτόνησαν, ή στη Μακεδονία όσοι δεν έχουν ισχυρό Άγγελο για να τους προστατεύει από τον Σατανά.
Στη Σκιάθο έρχονται με βαρκάκι, στην Οινόη, με χρυσλο πλοιάριο, στη Νικαριά «επί των φλοιών των καρυδιών», από «το κάτω κόσμο» τον Άδη.
Συνήθη μέρη που μένουν μετά τον ερχομό τους είναι οι μύλοι (εν ανεπαρκεία σήμερα, οπότε τη βγάζουν στα γεφύρια, τα ποτάμια και τα τρίστρατα παραμονεύοντας τη νύχτα –μέχρι και το τρίτο λάλημα του πετεινού και μετά πουφ! …καπνός!!
Γενικά πιστεύεται ότι οι καλικάντζαροι αδυνατούν να βλάψουν τους ανθρώπους αλλά μόνο τους πειράζουν, ή τους φοβίζουν αφού θεωρούνται (στη Μακεδονία πχ) μωροί και ευκολόπιστοι.
Λέγεται ότι ανεβαίνουν στους ώμους των ανθρώπων που συναντούν τη νύκτα και προσπαθούν να τους πνίξουν αν δεν αποκριθούν σωστά σε ότι ερωτηθούν ή κατ΄ άλλους τους παρασύρουν σε χορό που όμως τους καλούς χορευτές τους ανταμείβουν ή κατ΄ άλλους παίρνουν τη μιλιά σε όποιον μιλήσει κατά τη συνάντηση μαζί τους.
Επίσης μπαίνοντας στα σπίτια απ΄ όπου μπορέσουν μαγαρίζουν την κουζίνα σε ότι δεν είναι νοικοκυρεμένο, αρπάζουν ρούχα, «βασανίζουν τις ακαμάτρες… ‑και γι΄ αυτό τα κορίτσια το 40ήμερο προσπαθούν να φτιάξουν όσο γίνεται πιο πολύ γνέμα» (Σάμος) ή σκορπούν το αλεύρι και τη στάχτη από το τζάκι τη «δωδεκαμερίτικη» ή «καλικαντζαρήσια» ή «στάχτη που δεν άκουσε το εν Ιορδάνη» και που θεωρείται τελείως ακατάλληλη για οποιαδήποτε χρήση. …Αποτρεπτικά μέσα
Τα αποτρεπτικά μέσα που λαμβάνονται κατά των Καλικάντζαρων –σε αντίθεση με τα σημερινά, διακρίνονται σε τρεις γενικές κατηγορίες και στη συνέχεια μεγαλουργούσε η λαϊκή εφευρετικότητα:
Πράξεις (χριστιανικής) λατρείας με
Α. Το σημείο του Σταυρού στη πόρτα, στα παράθυρα, στις καμινάδες, τους στάβλους και στα αγγεία λαδιού και κρασιού και
Β. Αγιασμό των σπιτιών και μάλιστα τη παραμονή των Φώτων.
Επωδές: όπως «ξύλα, κούτσουρα, δαυλιά καημένα» (Καλαμάτα) που όταν ακούσουν οι καλικάντζαροι φεύγουν ή η απαγγελία του «Πάτερ ημών….» (τρις).
Μαγικές πράξεις: Κάπνισμα με δυσώδεις ουσίες (παλιοτσάρουχου – Τα Καλλ’κατζούρια, καθώς έρχονται, πρέπ’ να τα φ’λέψη καθένας, ένα πράμα… Κάννα παλιοτσάρουχο σε μια άκρη στο σπίτ’, στην παραστιά, στο φωτογών’), εμφανή επίδειξη χοιρινού οστού, περίαπτα (χαϊμαλιά) πίσω από την πόρτα, το μαυρομάνικο μαχαίρι, το αναμμένο δαυλί (“τρεχάτε γειτόνοιμε τα δένδρινα δαυλιά” Τριφυλία) κά κατά περιοχή.
Την παραμονή των Φώτων είναι έτοιμοι να τους «ζεματίσουν» με τα λάδια που παρασκευάζουν οι νοικοκυρές τηγανίτες (λαλαγγίτες, λουκουμάδες), αλλά όταν όμως συλλάβουν κανένα από τους καλικάντζαρους, απλά τον δένουν και τον υποχρεώνουν να μετρήσει τις τρύπες του κόσκινου!
Οι μυλωνάδες που δούλευαν μακριά από τον «καθαγιασμένο χώρο», δίπλα σε ποτάμι, είχαν –όπως είπαμε, «προνομιακή» σχέση και πάρε δώσε με καλικαντζάρους.
Υπάρχει μια διήγηση –που παραπέμπει στις ρίζες όπου κάποιος μυλωνάς, την ώρα που αλέθει ψήνει μια πέρδικα (σε «βελτιωμένη» έκθεση γουρουνάκι) εμφανίζεται ο καλικάντζαρος με ένα βάτραχο, ο μυλωνάς τον σουβλίζει και του λέει ότι κάηκε ατός του (μόνος του), απάντηση που είχε δώσει ο Οδυσσέας στον κύκλωπα Πολύφημο.
“Από δω παν’ οι άλλ΄”
Γράφει κάπου ο Χρήστος Τούμπουρος για τους σύγχρονους καλικατζάρους
Φουρλάτισαν όλες αυτές τις μέρες και τις νύχτες, έδωσαν πήραν, έκαναν και τι δεν έκαναν και τώρα… άιντε στο καλό. Τι μένει; «ουχ, καλμέρα σ’. Εφ’γαν αυτοί; Έχουμε εδώ άλλους καλικάντζαρους. Τίγκα ο τόπος.
Όλους τους κέδρους του Τζουμέρκου να κάψεις δεν φεύγουν αυτοί. Δεν φοβούνται το πρατσάνισμα», έλεγε και ξανάλεγε η γιαγιά με μεγάλη, αλήθεια, αγανάκτηση.
Και συνέχιζε. «Δεν τους πιάν’ τίποτις. Θέλ’ να ρίξεις όλο το αλάτ’ απ’ το Μεσολόγγι».
Παλιότερα, προπολεμικά και λίγα χρόνια μετά την απελευθέρωση, ο παπάς του χωριού την παραμονή των Θεοφανείων, μαζί με το βοηθό του, ένα παιδί ψωμωμένο και εμπιστοσύνης «επισκέπτονταν» όλα τα σπίτια και έκαναν Αγιασμό. Μόνο έτσι θα έφευγαν οι καλικάντζαροι.
Το παιδί έβαζε μέσα σε σακουλίτσες, τραχανά, πατάτες, φασόλια και άλλα.
Αυτά ήταν τα δώρα που έδιναν στον παπά. Δραχμές δεν υπήρχαν.
Αργότερα έγινε αυτό, ο εκχρηματισμός δηλαδή του Αγιασμού των Φώτων. Παράλληλα και τα παιδιά έβγαιναν το πρωί και τραγουδούσαν τα κάλαντα. «Σήμερα τα Φώτα και ο Φωτισμός και χαρές μεγάλες ο Κύριος…»
Στην ουσία γινόταν ανταγωνισμός με τον παπά και για το λόγο αυτό τα Κάλαντα των Φώτων θεωρούνταν από τη νεολαία μη προσοδοφόρα. Γι’ αυτό πήγαιναν μόνο σε συγκεκριμένα σπίτια, «σε στοχευμένους στόχους».
Την παραμονή των Φώτων εντολή της γιαγιάς βάζαμε «λίγο θ’μιάμα στη φωτιά, για να φύγουν τα καρκατζέλια». «Δε έχουμε θ’μιάμα; Βάλτε κλωνάρια από κέδρο, ρίξτε αλάτ’, κάψτε παλιόρουτα ή παλιόπαπτσα. Έτσι θα φύγουν. Μυρίζουν, τους έρχεται αλατζούτζουρας και σκαπετάν’».
Κι όλη τη νύχτα «βόγκαγαν οι μπουχαρήδες» από τη φωτιά κι άκουγες σ’ όλα τα σπίτια να «πρατσανίζει» ο κέδρος. Και σαν ξημέρωνε υποχρεωτικά όλα τα μέλη της οικογένειας στην εκκλησία. Ο μικρότερος της οικογενείας μάλιστα έπαιρνε από το εικονοστάσι μια εικόνα.
Είχε σκοπό.
Το αγιασμένο νερό, ήταν για πάσα χρήση. Πονόδοντο, κοιλόπονο, για την ατεκνία, για την αφορία και την ευκαρπία κάθε ζεύγους.
Για την περίπτωσή μου που σύμφωνα με τη γνωμάτευση πολλών «ειδικών» πως «ήμουν λαγκιολσμένος» χρησιμοποιήθηκαν μέχρι να αποσχολήσω κυβικά ολόκληρα. Δεν έπιασε τίποτε.
Μου το είπε ο παπά Σπύρος. «Θελ’ς διάβασμα από Πατριάρχη και πάνω»…
Befana, η μάγισσα των Φώτων
Στην ιταλική λαογραφία, η Befana είναι μια κακομούτσουνη γιαγιά που φέρνει δώρα στα παιδιά (τη νύχτα της 5ης Ιανουαρίου) σαν τον Άγιο Βασίλη-Santa Claus ή (αλλού) τον Άγιο Νικόλαο ‑St Nicholas.
Το όνομά της προέρχεται από τη γιορτή των Θεοφανείων (ιταλικά: Festa dell’ Epifania – «Epifania» λατινική λέξη με ελληνική προέλευση που σημαίνει «εκδήλωση (της θεότητας)» ‑κατ’ άλλους η Befana προέρχεται από τη Sabina (η ρωμαϊκή θεά Strenia).
Η σκούπα αποτελεί απαραίτητο εργαλείο πλοήγησης (σε αντίθεση και με τις απεικονίσεις – εικονογραφία για μάγισσες, δηλαδή κρατώντας τα κλαδιά μπροστά της)
Αυτά συμβαίνουν στη γειτονική Ιταλία.
Εμείς ας τραγουδήσουμε ανεξαρτήτως καλλιφωνίας τα δικά μας, γιατί υπάρχουν κάθε λογής καλικάντζαροι, εκτός από εκείνους των λαϊκών δοξασιών
Σήμερα είν’ τα Φώτα (Μικράς Ασίας)…
Σήμερα είν’ τα φώτα και οι φωτισμοί
και χαρές μεγάλες κι αγιασμοί.
Κάτω στον Ιορδάνη τον ποταμό
κάθετ’ η κυρά μας η Παναγιά.
Καλημέρα, καλησπέρα καλή σου μέρα αφέντη με την κυρά.
Μαρμαροκολώνα πελεκητή
και τον Αϊ-Γιάννη παρακαλεί.
Αϊ-Γιάννη αφέντη και βαπτιστή
βάφτισε και μένα Θεού παιδί.
Καλημέρα, καλησπέρα καλή σου μέρα αφέντη με την κυρά.
Δύναμαι και θέλω και προσκυνώ
και τον Κύριο μου παρακαλώ
για να ρίξει δροσιά, δροσιά στη γη
να δροστούν οι βρύσες και τα βουνά
να δροστούν οι βρύσες και τα βουνά
να δροστεί κι ο αφέντης με την κυρά.
Καλημέρα, καλησπέρα καλή σου μέρα αφέντη με την κυρά.
Οι Καλικάντζαροι στον Πόντο (τα Πίζηλα)
Τα Πίζηλα (πίζουλα, πίζελα ή πιζήαλα) έβγαιναν από τα έγκατα της γης την παραμονή των Χριστουγέννων (κατά πως πίστευαν στην Οινόη), με μια χρυσή βάρκα.
Και ενώ δεν έκαναν κακό στους ανθρώπους, τους ανακάτευαν με τις ζημιές τους και γενικότερα τους ενοχλούσαν. Ιδιαίτερα τα παιδιά και ιδίως τα αβάπτιστα, τις λεχώνες, τις νεόνυμφες και γενικά τα αδύναμα άτομα.
Προκαλούσαν ζημιές στα πράγματα του σπιτιού, στα ζώα και στους αγρούς.
Για προφύλαξη από τους καλικάντζαρους, χάραζαν παντού ‑στα σταυροδρόμια, στο χώμα, το σημείο του σταυρού και σκέπαζαν τα πάντα μέσα στο σπίτι, μιας και τα πίζηλα ήταν ακάθαρτα και ότι έπιαναν το λέρωναν.
Ρίζες
Όπως είπαμε εισαγωγικά οι καλικάντζαροι (ξωτικά και πολλές μάγισσες στους ξένους λαούς κυρίαρχοι της νύχτας και της υπαίθρου που εχθρεύονται ή ζηλεύουν, την οικογενειακή στιά) είναι μακρινοί απόηχοι των ειδωλολατρικών μεταμφιεσμένων γιορταστών και των τραγοπόδαρων χορευτών του Διονύσου, επομένως στο διάβα των αιώνων επικαιροποιήθηκαν και πολλοί είναι οι μελετητές που προσπάθησαν να ανατρέξουν στις ρίζες, αυτού του –σχεδόν, παγκόσμιου όντος –παραθέτουμε κάποιες από αυτές
Λεξικό Τριανταφυλλίδη (Πύλη στην ελληνική γλώσσα)
Καλικάντζαρος [kalikándzaros] και καλικαντζάρια θηλ. καλικαντζαρίνα [kalikandzarína]: σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, δύσμορφο, ενοχλητικό και βλαπτικό για τους ανθρώπους δαιμόνιο που εμφανίζεται στη γη κατά την περίοδο του Δωδεκαήμερου:
Είναι σαν ~ …, για άνθρωπο πολύ άσχημο, με κωμική συνήθ. εμφάνιση. || (θηλ.) η γυναίκα του καλικάντζαρου. καλικαντζαράκι το παιδί του καλικάντζαρου.
[μσν. καλικάντζαρος < ίσως καλικάντζ(α) μεγεθ. ‑αρος < καλίκ(ι) (υποκορ. του καλλίγα δες στο καλιγώνω) + άντζα· καλικάντζαρ(ος) ‑ίνα]
παγανό το ή παγανός: Mεσάνυχτα, ώρα που βγαίνουν τα στοιχειά, τα παγανά και οι νεράιδες
ελνστ. ή μσν. παγανός αγρότης, αγροίκος, ειδωλολάτρης (επειδή στα χωριά διατηρήθηκαν για μεγαλύτερο διάστημα οι προχριστιανικές θρησκείες) <
Λατ. pagan(us) καλικάντζαρος < μεσαιωνική ελληνική |< καλίκι+άντζα+αρος < καλίγιον | καλίγιν | καλίγι < καλίγα | καλλίγα < λατινική caliga <| calceus <| calx < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (s)kel- (στρογγυλός, καμπυλωτός)
Μεσαιωνική ελληνική άντζα | άτζα <| ιταλική anca (γοφός) < δημώδης λατινική hanca |< φραγκική hanka |< πρωτογερμανική ‚|< ankō (άρθρωση, κλείδωση) |> πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ang- (άρθρωση, κλείδωση)
Μπαμπινιώτης:
Προέρχεται από το «καρκάντζι», που σημαίνει «καμένο, ξηρό», λόγω της σχέσης των καλικαντζάρων με τη φωτιά.
Μια άλλη θέλει τα δαιμόνια του 12έρου να έχουν πάρει το όνομά τους από τη λέξη «καλίκι», που σημαίνει «υπόδημα», και «άντζα», δηλαδή «κνήμη», από το είδος των παπουτσιών που φορούν οι καλικάντζαροι.
Ακόμη, απλά τα παραθέτουμε
- Ως παράγωγο από την Τουρκική γλώσσα (Schmidt & Wachsmuth).
- Από το «καλός+κάνθαρος» [Καλικάνθαρος] (που συμφωνούν αργότερα Boll, Κουκουλές και Μπούντουρας)
- «Λύκος+κάνθαρος» ‑Πολίτης, «λύκος+άντζαρος » [= ανήρ] (Γεώργιος Λουκάς λαογράφος <| έκδ «Φιλολογικές επισκέψεις»|> από τους σκαπανείς της κυπριακής λαογραφίας)
- «καλίκιν+τσαγγίον» ή «καλός+τσαγγίον» και της μεγεθυντικής κατάληξης –άρος (= ο φέρων καλά τσαγγία, υποδήματα, αντί καλίκια) ή ο φέρων καλίκια αντί τσαγγίων (Πολίτης)
- Από το λατινικό «καλιγάτος» <|Caligatus|> (Οικονόμου)
- Τελευταία (1955) η ετυμολογία του Παντελίδη, από «καλίκιν+άντζα»
- «καλός+κένταυρος» (Lawson)
- «καρκάντζι» (καρκάντζαρος) που σημαίνει το ξηρό, κεκαυμένο, o τσουρουφλισμένος (Δεινάκις).
- Ως παράγωγο από την Τουρκική γλώσσα με εξειδικευμένη διατύπωση: στην Τερπνή Σερρών λέγονταν καρκαντζαλοί |>τουρκικές λέξεις: karkas | κουφάρι + zalim | τυραννικός<|, συμπερασματικά το σχήμα είναι καλικάντζαροι …καρκαντζαλοί |>karkas+zalim<|
Κλπ. κλπ. κλπ
Και μόνο τα παραπάνω αποδείχνουν τις βαθιές ρίζες αυτών των ξωτικών στα ήθη, έθιμα και τη λαογραφία όχι μόνο του λαού μας αλλά κι όλου του κόσμου
Και πάλι…
Περισσότερα _πηγή
Τρίγωνα κάλαντα με την ελπίδα ν΄ αχνοφέγγει στο βάθος του ορίζοντα
Καλή Αγωνιστική Χρονιά!