Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Σκαρικατζέρια, Καρκατζέλια, Λυκοκαντζαραίοι, Πλανήταροι… 🎥

«Έρχο­νται από τη γης από κάτω. Όλο το χρό­νο πελε­κούν με τα τσε­κού­ρια να κόψουν το δέν­δρο που βαστά­ει τη γης , αλλά όταν κοντεύ­ουν να το κόψουν έρχε­ται ο Χρι­στός και μονο­μιάς ξανα­γί­νε­ται το δέν­δρο και τότε τα δαι­μό­νια χιμούν στη γης επά­νω και πει­ρά­ζουν τους ανθρώ­πους»
_               Νικό­λα­ος Πολίτης

Γρά­φει ο \\ Αστέ­ρης Αλα­μπής _Μίδας

Σε προη­γού­με­νο αφιέ­ρω­μα μιλή­σα­με για το «Σκαρ­κάν­τζα­λο», ένα κού­τσου­ρο που πρέ­πει να καί­ει στο τζά­κι από την παρα­μο­νή των Χρι­στου­γέν­νων έως τα Φώτα για να διώ­ξει το κακό που δεν είναι άλλο από τους καλι­κάν­τζα­ρους που εκεί­νες τις μέρες βρί­σκο­νται στη γη και πρέ­πει πάση θυσία να μεί­νουν έξω από το σπίτι

Οι καλι­κάν­τζα­ροι (μακρι­νοί από­η­χοι των ειδω­λο­λα­τρι­κών μεταμ­φιε­σμέ­νων γιορ­τα­στών και των τρα­γο­πό­δα­ρων χορευ­τών του Διο­νύ­σου), που σαν παρά­ξε­να μαλ­λια­ρά troll υπάρ­χουν και σε λαϊ­κά έθι­μα και δοξα­σί­ες άλλων χωρών κατά τη νεο­ελ­λη­νι­κή παρά­δο­ση πριο­νί­ζουν όλο το χρό­νο το δέντρο που κρα­τά­ει τη Γη (παραλ­λα­γή του μυθι­κού Άτλα­ντα), κρυμ­μέ­νοι στα βάθη της και μόλις ακού­σουν κάλα­ντα και προ­ε­τοι­μα­σί­ες, παρα­τά­νε το έργο τους και ανε­βαί­νουν στον απά­νω κόσμο για να ξεφα­ντώ­σουν (ή από το φόβο μήπως τελι­κά η ετοι­μόρ­ρο­πη γη τους πλακώσει).

Έχουν διά­φο­ρες ονο­μα­σί­ες: Λυκο­καν­τζα­ραί­οι, σκα­ρι­κα­τζέ­ρια, καρ­κα­τζέ­λια, πλα­νή­τα­ροι (Κύπρος), Κάη­δες (Σύμη), καλ­λι­σπού­δη­δες, χρυ­σα­φε­ντά­δοι (Πόντος), κωλο­βε­λό­νη­δες, παρω­ρί­τες ή παρα­ω­ρί­τες (πριν από το λάλη­μα του πετει­νού), παγα­νά και με παρεμ­φε­ρή ονό­μα­τα υπάρ­χουν και στους βαλ­κα­νι­κούς γεί­το­νες λαούς, με χιλιά­δες θρύ­λους και έθι­μα, άλλο­τε όντα υπαρ­κτά κι άλλο­τε ‑καλά και κακά πνεύματα.
Σύμ­φω­να με τη λαϊ­κή δοξα­σία των χρι­στια­νών τις μέρες αυτές τα «νερά είναι αβά­φτι­στα» κι οι καλι­κάν­τζα­ροι βγαί­νουν από τη γη για να πει­ρά­ξουν τους ανθρώ­πους τώρα που ο Χρι­στός είναι και εκεί­νος αβάφτιστος.

Ο λαός τους φαντά­ζε­ται με διά­φο­ρες μορ­φές κατά περιο­χή με κοι­νό γνώ­ρι­σμα την ασχή­μια τους.
Κατά μια Αρα­χω­βί­τι­κη περι­γρα­φή αυτοί είναι: «κακο­μού­τσου­νοι» και «σιχα­μέ­νοι», «καθέ­νας τους έχει κι από­να κου­σού­ρι, άλλοι στρα­βοί, άλλοι κου­τσοί, άλλοι μονό­μα­τοι, μονο­πό­δα­ροι, στρα­βο­πό­δα­ροι, στρα­βό­στο­μοι, στρα­βο­πρό­σω­ποι, στρα­βο­μού­ρη­δες, στρα­βο­χέ­ρη­δες, ξεπλα­τι­σμέ­νοι, ξετσα­κι­σμέ­νοι και κοντο­λο­γής όλα τα κου­σού­ρια και τα σακα­τι­λί­κια του κόσμου τα βρί­σκεις όλα πάνω τους».

Χρό­νια πολ­λά στους εορ­τά­ζο­ντες: Θεο­φά­νη, Θεο­φα­νία, Ιορ­δά­νη, Ιορ­δά­να, Φώτη, Φανή…

Έχουν κάποια κοι­νά χαρα­κτη­ρι­στι­κά με άλλα «δαι­μό­νια» της ελλη­νι­κής υπαί­θρου, που συμπε­ρι­φέ­ρο­νται και ως καλι­κάν­τζα­ροι, με τη δια­φο­ρά ότι εκεί­να εμφα­νί­ζο­νται στη διάρ­κεια όλης της χρο­νιάς όπως οι «Βουρ­κό­λα­κες» (=Βρυ­κό­λα­κες), «Βουρ­βού­λα­κες», «Παγα­νοί», «Αερι­κά», «Ξωτι­κά», «Παρω­ρί­τες» σε αντί­θε­ση με τα «Τσι­λι­κρω­τά» (Καρ­δα­μύ­λη Μάνης), «Καλιον­τζή­δες» (Ήπει­ρος), «Πλα­νή­τα­ροι» και «Πλα­νη­τα­ρού­δια» (Κύπρος), «Κατσιά­δες» (Χίος), «Κάη­δες» και «Καλι­σπού­δη­δες» (Σάμος), «Κάη­δες» αλλά και «Καη­μπί­λι­δες» (Κάρ­πα­θος), «Σιβό­τες» και «Σιφώ­τες» (Καπ­πα­δο­κία), κι ακό­μη «Χρυ­σα­φε­ντά­δες» (Οινόη-Πόντος) Είναι αρκε­τοί «επώ­νυ­μοι», καμιά εικο­σα­ριά –ίσως και παρα­πά­νω (κάποιοι τους μετρά­νε ακρι­βώς 18).

Αρχη­γός τους είναι πάντα ο Μαντρα­κού­κος, που είναι κου­τσός κι άγριος και ο πιο επι­κίν­δυ­νος απ’ όλη την ομάδα.
Και μετά ο Μαγά­ρας, με την τερά­στια κοι­λιά του, που μαγα­ρί­ζει φαγη­τά και γλυ­κά, ο Κωλο­βε­λό­νης (το λέει και τα’ όνο­μά­του ‑αδύ­να­τος και σου­βλε­ρός) σαν μακα­ρό­νι και περ­νά από κλει­δα­ρό­τρυ­πες και χαρα­μά­δες, ο Κοψα­χεί­λης με τερά­στια κοφτε­ρά δόντια, που κρέ­μο­νται από το στό­μα του –γενι­κά δυο παρό­μοιοι δεν υπάρ­χουν, «ο καθέ­νας στο είδος του»

  • Ο Πλα­νή­τα­ρος πλα­νεύ­ει τους ανθρώ­πους για­τί μπο­ρεί να μετα­μορ­φώ­νε­ται σε ζώο ή σε κουβάρι.
  • Ο Μαλα­γά­νας θέλει πολύ προ­σο­χή για­τί ξεγε­λά­ει τα παι­διά με γλυ­κό­λο­γα και έτσι κατα­φέρ­νει να τους παίρ­νει τα γλυκά
  • Του Μαλα­πέρ­δα του αρέ­σει να κατου­ρά­ει και στα φαγη­τά την ώρα που μαγει­ρεύ­ο­νται. Γι’ αυτό νοι­κο­κυ­ρές προ­σο­χή! Κλεί­νε­τε καλά το καπά­κι της κατσα­ρό­λας τους (εχθρός του η χύτρα ταχύ­τη­τας –μια φορά πήγε να μπει από τη βαλ­βί­δα και τσου­ρού­φλι­σε τη μαλα­πέρ­δα του, οπό­τε δεν το ξαναπροσπάθησε).
  • Ο Τρι­κλο­πό­δης έχει χτα­πο­δί­σιο χέρι που το χώνει παντού και σκου­ντου­φλά­νε πάνω του οι άνθρω­ποι (ειδι­κό­τη­τά του να μπερ­δεύ­ει τις κλω­στές από το πλε­χτό της γιαγιάς).
  • Ο Μαγά­ρας έχει μια κοι­λιά σαν τού­μπα­νο και αφή­νει τα πιο «εύο­σμα» βρο­με­ρά αέρια στα φαγη­τά των ανθρώ­πων (αν εμφα­νι­στεί στο τρα­πέ­ζι σας τελειώ­σα­τε «άπα­ντες όλοι».
  • Ο αρχη­γός ‑αρχι­κα­λι­κάν­τζα­ρος Μαντρα­κού­κος είναι όλο «λού­φα και παραλ­λα­γή» την ημέ­ρα κρύ­βε­ται στις μάντρες και τη νύχτα βγαί­νει και πει­ρά­ζει τις γυναί­κες που περ­πα­τούν στο δρό­μο (που πρέ­πει να φυλά­γο­νται «μπρος και πίσω», ειδι­κά να προ­σέ­χουν τα νώτα τους για­τί εμφα­νί­ζε­ται από το που­θε­νά και μπαί­νει σε δρά­ση εκεί που δεν το περιμένεις.
    Και να πεις πως είναι κανέ­νας παι­δα­ράς –τότε χαλά­λι που λέει ο λόγος!, είναι κοντό­χο­ντρος, τρα­γο­πό­δα­ρος, καρα­φλός, ασχη­μο­μού­ρης –όλα τα κακά του (πάνω) κόσμου έχει, πιο πολύ απ’ τους άλλους μαζί και κυρί­ως πάρα-παρα-πολύ επικίνδυνος…
  • Ο Κου­λο­χέ­ρης είναι για λύπη­ση σαρα­βα­λια­σμέ­νος, μ’ ένα χέρι κοντό κι ένα μακρύ, που συνε­χώς μπερ­δεύ­ε­ται και πέφτει κάτω
  • Ο Κατα­χα­νάς τρώ­ει διαρ­κώς και τα πάντα και παράλ­λη­λα ρεύ­ε­ται και βρο­μά­ει απαί­σια (κατ’ άλλους πέρ­δε­ται κιόλας).
  • Ο Γουρ­λός έχει τερά­στια μάτια σαν αυγά και πετα­μέ­να έξω ‑φυσι­κά δεν του ξεφεύ­γει τίποτα.
  • Ο Περί­δρο­μος είναι άλλος ένας φατα­ού­λας της ομήγυρης.
  • Ο Παρω­ρί­της έχει μύτη σαν προ­βο­σκί­δα και πολύ μαλα­κή και εμφα­νί­ζε­ται λίγη ώρα πριν λαλή­σει ο πετει­νός, αξη­μέ­ρω­τα έχο­ντας μανία (μετα­ξύ άλλων) να παίρ­νει τις φωνές των ανθρώπων.
  • Ο Κοψα­χεί­λης με τα τερά­στια δόντια να κρέ­μο­νται έξω από τα χεί­λη του, αρέ­σκε­ται να κοροϊ­δεύ­ει το παπα­δα­ριό (και γι αυτό φορά συνή­θως ένα ψεύ­τι­κο καλυμμαύκι).
  • Ο Κοψο­με­σί­της είναι ο πιο κου­τσός και καμπού­ρης σε σχέ­ση με τους άλλους καλι­κάν­τζα­ρους και τρε­λαί­νε­ται για τηγα­νί­τες με μέλι και σορο­πια­στά λαλάγ­για, δίπλες κλπ γλυ­κά αυτών των ημερών.
  • Ο Στρα­βο­λαί­μης έχει ένα κεφά­λι που στρι­φο­γυρ­νά­ει διαρ­κώς σα σβούρα.
  • Ο μακρύς σαν μακα­ρό­νι και γλοιώ­δης Κωλο­βε­λό­νης μπο­ρεί εύκο­λα να περ­νά­ει όχι μόνο από τις κλει­δα­ρό­τρυ­πες αλλά κι από τις τρύ­πες του κόσκι­νου και τις ιδιαί­τε­ρα κου­ρα­στι­κές για όλους ονει­ρο­πα­γί­δες. Ιδιαί­τε­ρα σβέλ­τος και γρή­γο­ρος στις κινή­σεις του, συχνά εμφα­νί­ζε­ται να έχει ουρά που κατα­λή­γει σε επι­κίν­δυ­νο βέλος.
  • Ο Βατρα­κού­κος είναι θεό­ρα­τος και ολόι­διος βάτραχος.
  • Η Αυτού Μεγα­λειό­της ο κατσι­κο­πό­δα­ρος φαλα­κρός και κασι­διά­ρης με ένα κατσι­κί­σιο ποδά­ρι, είναι κακο­ρί­ζι­κος, ελε­ει­νός και γρου­σού­ζης. Όπου βάλει το κατσι­κί­σιο του ποδά­ρι φέρ­νει καταστροφή.
  • Ο Παγα­νός είναι κου­τσός. Λένε πως τον κού­τσα­νε μια κλω­τσιά από το γαϊ­δού­ρι της χωρια­το­πού­λας Μάρως, που την κυνη­γού­σε κάπο­τε (με άγριες δια­θέ­σεις), για να την κάνει γυναί­κα του αλλά αυτή κρύ­φτη­κε στα σακιά με το αλεύ­ρι που είχε φορ­τω­μέ­να στο γαϊ­δού­ρι της και κατά­φε­ρε να του ξεφύ­γει. Ο Παγα­νός τρέ­χο­ντας μανια­σμέ­νος κοντά στο συμπα­θη­τι­κό τετρά­πο­δο για να την βρει (του είχαν ανά­ψει κυριο­λε­κτι­κά τα αίμα­τα) τρό­μα­ξε τόσο πολύ το ζωντα­νό που άρχι­σε να κλω­τσά­ει σε όλες τις κατευ­θύν­σεις, έτσι έφα­γε μια γερί από το αρι­στε­ρό πίσω πόδι και σακατεύτηκε.
    Ο Παγα­νός λατρεύ­ει τη στά­χτη και γι’ αυτό τρυ­πώ­νει από τις καμι­νά­δες, αλλά φοβά­ται πιο πολύ απ’ όλους τους καλι­κάν­τζα­ρους τη φωτιά και γι’ αυτό οι νοι­κο­κύ­ρη­δες φρο­ντί­ζουν να μη σβή­σει κατά τη διάρ­κεια του 12ήμερου το χρι­στό­ξυ­λο – «Σκαρ­κάν­τζα­λο» και μάλι­στα ρίχνουν κάθε τόσο χοντρό θαλασ­σι­νό αλά­τι που κάνει θόρυ­βο με τις εκρή­ξεις του όταν πέσει στη φωτιά, για να τον τρο­μά­ξουν ακό­μα περισσότερο.

Norske troll

Μορ­φές σαν αυτές των καλι­κάν­τζα­ρων υπάρ­χουν –όπως είπα­με παρα­πά­νω σε όλους σχε­δόν τους λαούς του κόσμου, με πιο γνω­στά (και συνα­φή με τους δικούς μας) τα Νορ­βη­γι­κά τρολ, εκεί­να τα τρο­μα­κτι­κά όντα της μυθο­λο­γί­ας τους ‑κάποιες φορές ανθρω­πο­φά­γα, άλλες καλοκάγαθα.

Για τους δικούς μας καλι­κάν­τζα­ρους θα βρεί­τε χιλιά­δες δημο­σιεύ­σεις στο δια­δί­κτυο, οι περισ­σό­τε­ρες πανο­μοιό­τυ­πες (κάποιες και με αρκε­τές ανακρίβειες).
Εμείς κάνου­με μια προ­σπά­θεια να δεί­ξου­με την δια­πο­λι­τι­σμι­κή όψη πολ­λών πλευ­ρών του θέμα­τος –πάρ­τε υπό­ψη πως οι ρίζες του χάνο­νται στο βάθος του χρό­νου και –μετα­ξύ άλλων ερί­ζουν οι ειδι­κοί για την ετυ­μο­λο­γία της λέξης.

Λοιπόν…Υπάρχει ένα διά­ση­μο νορ­βη­γι­κό παρα­μύ­θι, το «De tre bukkene Bruse» (Three Billy Goat’s Gruff –οι τρεις κατσί­κες ) που ανα­φέ­ρε­ται σε ένα μικρό πει­να­σμέ­νο και για­λα­τζή μάγκας troll που ζει κάτω από μια γέφυ­ρα και καρα­δο­κεί να αρπά­ξει κανα κατσί­κι ή άλλο ζωντα­νό αν κάνει το λάθος να περά­σει από πάνω

Μια φορά κι έναν και­ρό τρία κατσί­κια έπρε­πε ξεκί­νη­σαν για την πλα­γιά του λόφου –με τη γέφυ­ρα ανά­με­σα (μάλι­στα πάνω από έναν καταρ­ρά­κτη, με το άσχη­μο τρολ από κάτω), να λια­στούν και να παχύ­νουν, για­τί ήταν πετσί και κόκ­κα­λο και το όνο­μα και των τριών ήταν Bruse.
Με το που έφτα­σε ο νεό­τε­ρος bukken Bruse η γέφυ­ρα προει­δο­ποί­η­σε «ταξί­δι, παγί­δα, ταξί­δι, παγί­δα!», ενώ το τρολ φώνα­ξε «ποιος είναι αυτός που πέφτει πάνω στη γέφυ­ρα μου;»

«Ω, είμαι μόνο εγώ, ο πιο μικρός Bruse και ανε­βαί­νω στην πλα­γιά του λόφου για να παχύ­νω», είπε το κατσι­κά­κι μειλίχια.

-Τώρα, έρχο­μαι να σε κατα­πλή­ξω, είπε το τρολ.
‑Ω, όχι! Προ­σεύ­χο­μαι μην με πάρε­τε, είμαι πολύ μικρού­λης ‑Περι­μέ­νε­τε λίγο έως ότου έρθει ο δεύ­τε­ρος Bruse, είναι πολύ μεγαλύτερος!
‑Καλά σε αφή­νω!, είπε το τρολ.

Λίγο αργό­τε­ρα ήρθε ο δεύ­τε­ρος – «Ταξί­δι, παγί­δα, ταξί­δι, παγί­δα, ταξί­δι, παγί­δα» ‑το βιο­λί της η γέφυ­ρα – «ποιος είναι αυτός που πέφτει πάνω στη γέφυ­ρα μου;», το τρολ

-«Ω, είμαι το δεύ­τε­ρο Bruse, και ανε­βαί­νω στην πλα­γιά του λόφου…» (κλπ) είπε η κατσί­κα που δεν είχε τόσο ψιλή φωνή
‑Κατα­φθά­νω!, είπε το τρολ.
‑Ω, όχι! Μην με πάρε­τε… περι­μέ­νε­τε λίγα λεπτά, έρχε­ται από πίσω ο μεγά­λος Bruse, που είναι τεράστιος!
– Πολύ καλά! αφού το λες εσύ …

Σχε­δόν «καπά­κι» ήρθε κι ο veldig stor (πολύ μεγά­λος), με τη γέφυ­ρα να φωνά­ζει τα δικά της, πολύ πριν αυτός εμφα­νι­στεί στο βάθος…

– Ποιος είναι αυτός που κοντεύ­ει να γκρε­μί­σει τη γέφυ­ρα μου ‑Έλα μαζί μου αμέ­σως, είπε ο τρολ.
«Είμαι εγώ! ο μεγά­λος Bruse! (είχε μια άσχη­μη βρα­χνή φωνή).
– Κατα­φθά­νω να σε συντρί­ψω, βρυ­χή­θη­κε το τρολ.
– Λοι­πόν, έλα! Έχω δύο δόρα­τα, θα σου πετά­ξω τα μάτια έξω και θα στα βάλω στ’ αυτιά, έχω και δυο τερά­στια κοτρό­νια και θα σε συντρί­ψω θα σε κάνω κομ­μά­τια, θα σου σπά­σω τα κόκαλα.

Αμ’ έπος άμ’ έργον, του βγα­λε τα μάτια του με τα κέρα­τα, τον έκα­νε κομ­μά­τια, ‑λένε πως τον πέτα­ξε και στον καταρράκτη.

Μετά ανέ­βη­κε στην πλα­γιά του λόφου για να παχύ­νει, αλλά χόντρυ­ναν και τα τρία τόσο πολύ, που δεν κατά­φε­ραν να περ­πα­τή­σουν ξανά προς τα πίσω … Και το λίπος δεν τους έπε­σε ποτέ στον αιώ­να τον άπα­ντα ‑και έτσι, … Snip, snap, snout (και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα).
σσ. Το «De tre bukkene Bruse» είναι ένα παρα­μύ­θι πολύ παλιό: κατα­γρά­φη­κε από τους Peter Christen Asbjørnsen και Jørgen Moe, στο Norske Folkeeventyr, για πρώ­τη φορά το 1841 στην κατη­γο­ρία «φάε-με-όταν-παχύ­νω» (!!) και κυκλο­φό­ρη­σε στα αγγλι­κά το 1859 –οπό­τε έγι­νε και ευρύ­τε­ρα γνωστό.


Όχι τυχαία το «τρολλ», «τρολ­λά­ρω» κλπ είναι πλέ­ον συνή­θης όρος του δια­δι­κτύ­ου, για­τί κάποιοι ‑ως καλι­κάν­τζα­ροι, μπαί­νουν σε ένα θέμα, μια σοβα­ρή συζή­τη­ση, μια άπο­ψη και την κατα­στρέ­φουν γρά­φο­ντας άσχε­τα ή προ­σβλη­τι­κά σχόλια.

Στην πρώ­ην ΕΣΣΔ δεν ευδο­κί­μη­σαν οι καλι­κάν­τζα­ροι, για­τί δεν ήταν αντι­κεί­με­νο της παρά­δο­σης των λαών της. Η βιβλιο­γρα­φία ανα­φέ­ρε­ται στα «Goblins» (ή Gobelin) ως «υπερ­φυ­σι­κά ανθρώ­πι­να πλά­σμα­τα που ζουν, σύμ­φω­να με τη δυτι­κο­ευ­ρω­παϊ­κή μυθο­λο­γία, σε υπό­γεια σπή­λαια και δεν μπο­ρούν να αντέ­ξουν το φως του ήλιου».Η λέξη –γρά­φουν προ­έρ­χε­ται από το παλιά νορ­μαν­δι­κά (gobelin), που χρο­νο­λο­γεί­ται από τα λατι­νι­κά gobelinus, από τα παλιά ελλη­νι­κά κόβα­λος = απα­τε­ώ­νας, δαί­μο­νας (όπως και το «Kobold» που προ­έρ­χε­ται από την ίδια ρίζα).
Η εμφά­νι­ση περι­γρά­φε­ται με δια­φο­ρε­τι­κούς τρό­πους, αλλά ένα πράγ­μα είναι σίγου­ρο, τα goblins είναι ένα από τα πιο άσχη­μα πλά­σμα­τα στην ευρω­παϊ­κή μυθο­λο­γία ‑ανθρω­πό­μορ­φα, αλλά κυμαί­νο­νται σε ύψος από ένα πόδι έως δύο μέτρα.
Ωστό­σο, τα goblin μπο­ρούν να μετα­τρα­πούν σε ανθρώ­πους, αλλά τρία στοι­χεία της εμφά­νι­σής τους παρα­μέ­νουν αμε­τά­βλη­τα: μακριά αυτιά, τρο­μα­κτι­κά, μάτια που μοιά­ζουν με γάτα και μακριά νύχια. Τα Goblins κρύ­βουν τα αυτιά τους κάτω από ένα καπέ­λο, αλλά δεν μπο­ρούν να κρύ­ψουν τα μάτια τους, επο­μέ­νως, σύμ­φω­να με τον μύθο, μπο­ρεί­τε να τα ανα­γνω­ρί­σε­τε από τα μάτια τους.Σύμφωνα με τον Άγγλο αφη­γη­τή George MacDonald, τα goblin κάπο­τε ζού­σαν στην επι­φά­νεια και ήταν σαν άνθρωποι.
Αλλά ο βασι­λιάς, ο οποί­ος κυβερ­νού­σε τότε, δεν τους άρε­σε για κάτι, και έπρε­πε να κρυ­φτούν. Κατά τη διάρ­κεια των αιώ­νων που πέρα­σαν υπό­γεια, αυτοί οι άνθρω­ποι έχουν αλλά­ξει πολύ και άρχι­σαν να ονο­μά­ζο­νται gobins.
Στη σύγ­χρο­νη φαντα­σία, η εικό­να τους ανα­βα­πτί­στη­κε χάρη στον Tolkien και το μυθι­στό­ρη­μά του The Hobbit (τα χόμπιτ) –ως τρα­χείς, καλοί οι περισ­σό­τε­ροι, υπό­γειοι κάτοι­κοι που φοβού­νται τον ήλιο.
Στη συνέ­χεια της ιστο­ρί­ας, στο «Ο Άρχο­ντας των Δαχτυ­λι­διών» καλού­νται orcs.
Ο Tolkien χρη­σι­μο­ποί­η­σε αυτές τις λέξεις εναλ­λα­κτι­κά, ενώ άλλοι συγ­γρα­φείς φαντα­σί­ας (Forgotten Realms, WarCraft κλπ), υπο­στη­ρί­ζουν ότι τα goblins και τα orcs είναι δια­φο­ρε­τι­κοί λαοί, αν και σχετίζονται.
Στα βιβλία του Χάρι Πότερ, οι goblin ζουν και εργά­ζο­νται στη μαγι­κή όχθη του Gringotts…Και μια που ανα­φερ­θή­κα­με σε ΕΣΣΔ και Ρωσία, ξεχνώ­ντας για λίγο τον ιμπε­ρια­λι­στι­κό πόλε­μο, που κοντεύ­ει να κλεί­σε ένα χρό­νο, με εκα­τόμ­βες θυμά­των μια «σχε­τι­κή» είδη­ση του πρα­κτο­ρεί­ου Фонтанка.ру (fontanka)
Η ιστο­ρι­κή από­φα­ση ελή­φθη στο Rosstat. Τώρα, κατά την απο­γρα­φή του πλη­θυ­σμού, οι πολί­τες μπο­ρούν να εγγρα­φούν ως «ξωτι­κά» ή «goblin».
Κατά την προη­γού­με­νη απο­γρα­φή, υπήρ­χαν μόνο 1.024 –αλλά «Αυτό δεν είναι αρκε­τό για 147 εκα­τομ­μύ­ρια κατοίκους»
Οι κάτοι­κοι της Ρωσι­κής Ομο­σπον­δί­ας μπο­ρούν να ταυ­τι­στούν με φαντα­στι­κά πλά­σμα­τα –όπως ανακοινώθηκε …
Αν κάποιος νιώ­θει σαν ξωτι­κό, ας είναι ξωτι­κό!, ανέ­φε­ρε ο Σμέ­λοφ στο RIA Novosti.
Οι συμ­με­τέ­χο­ντες στην απο­γρα­φή, φυσι­κά, μπο­ρούν να απο­κα­λού­νται ξωτι­κά, καλι­κάν­τζα­ροι, ή ότι θέλουν, αλλά παρό­λα αυτά, «καλό είναι να συμπλη­ρώ­σε­τε τα προ­σω­πι­κά δεδο­μέ­να με κάθε σοβα­ρό­τη­τα, για­τί ‑παρά την ανω­νυ­μία της δια­δι­κα­σί­ας, τα αξιό­πι­στα δεδο­μέ­να είναι πολύ σημα­ντι­κά για τις στατιστικές».


Σήμερα τα φώτα και ο φωτισμός

Σήμε­ρα τα Φώτα και οι φωτι­σμοί | εορ­τή μεγά­λη και οι αγιασμοί.
Kάτω στον Iορ­δά­νη τον ποτα­μό | κάθετ’ η κυρά μας η Πανα­γιά | με τα θυμια­τού­ρια στα δάχτυ­λα | και τον Αϊ-Γιάν­νη παρακαλεί.
Άγιε μου Γιάν­νη και Bαφτι­στή | βάφτι­σε το γιο μου μονογενή.
Πώς θε να βαφτί­σω Θεού παι­δί | αύριο θ’ ανέ­βω στους ουρα­νούς | να κατα­πα­τή­σω τα είδω­λα | να κατα­θυ­μιά­σω τους ουρα­νούς | και θε να κατέ­βω στον ποτα­μό | δια να βαφτί­σω σε τον Xριστό.
Oυρα­νός εσκί­στη | Iησούς Xρι­στός βαπτί­στη (κάλα­ντα Ικα­ρί­ας που ηχο­γρα­φή­θη­καν σε στού­ντιο το 1974)

Αλλά τα Φώτα όλα τα πονη­ρά πνεύ­μα­τα φεύ­γουν με τον αγιασμό;
O παπάς με την «πρω­τά­για­ση», με το Σταυ­ρό κι ένα κλω­νί βασι­λι­κό γυρί­ζει στα σπί­τια να ραντί­σει κάθε δωμά­τιο, κάθε κτή­μα, αλλά και κάθε ζωντα­νό, για να φύγει το κακό, το προ­σω­πο­ποι­η­μέ­νο ως Καλι­κάν­τζα­ροι στην πλού­σια φαντα­σία του λαού μας.

Φεύ­γε­τε να φεύ­γου­με | για­τί έφτα­σε ο τουρ­λό­πα­πας | με την αγια­στού­ρα του | και με την βρε­χτού­ρα του! (κατά άλλη παραλ­λα­γή «με τη μαγκού­ρα του») φωνά­ζουν τα θρα­σί­μια οι καλι­κα­τζα­ρέ­οι και τα μαζεύ­ουν εγκα­τα­λεί­πο­ντας τον «Πάνω Κόσμο», μέχρι την επό­με­νη χρονιά.
«Τσοι δώδε­κα αγιά­ζω, τσοι δεκα­τρείς φωτίζω»
Η παρά­δο­ση, ή αν θέλε­τε ο μύθος των καλι­κάν­τζα­ρων, ξεθω­ριά­ζει στο βωμό της εμπο­ρευ­μα­το­ποί­η­σης των αξιών και των παρα­δό­σε­ων, οι καλι­κάν­τζα­ροι ήταν κάτι σαν αδύ­να­μος κρί­κος, μια και δε φέρ­νουν κινέ­ζι­κα δώρα ιμι­τα­σιόν, ούτε ετοι­μά­ζουν ξενό­φερ­τες ρεβεγιόν.

Είναι πολύ ευκί­νη­τοι ανε­βαί­νουν στα δέν­δρα πηδούν από στέ­γη σε στέ­γη, σπά­ζο­ντας κερα­μί­δια κάνο­ντας μεγά­λη φασα­ρία. Η τρο­φή τους κυρί­ως ακά­θαρ­τη: σκου­λή­κια, βαθρά­κοι (=βάτρα­χοι), φίδια, ποντί­κια κά. χωρίς αυτό να σημαί­νει ότι απο­στρέ­φο­νται τα εδέ­σμα­τα του Δωδεκαήμερου.
Και ότι βρουν απλω­μέ­να τα ποδο­πα­τούν. Άμα βρουν ευκαι­ρία κατε­βαί­νουν από τις καμι­νά­δες στα σπί­τια και μαγα­ρί­ζουν τα πάντα.

Συνή­θως φαντά­ζο­νται νάνοι, αλλά και ψηλοί, σκου­ρό­χρω­μοι, με μαλ­λιά μικρά και ατη­μέ­λη­τα, μάτια κόκ­κι­να, δόντια πιθή­κου, δασύ­τρι­χοι, χέρια και νύχια πιθή­κου, πόδια γαϊ­δά­ρου ή το ένα γαϊ­δά­ρου και το άλλο ανθρώ­πι­νο –«μισοί γαϊ­δού­ρια και μισοί άνθρω­ποι όπως λένε στη Σύρο, αλλά και σαν «μικροί σατα­νά­δες» – (σατα­νο­παί­δια όπως λένε στη Νάξο), άλλο­τε γυμνοί και άλλο­τε ρακέν­δυ­τοι με σκού­φο (οξυ­κό­ρυμ­βο) από γου­ρου­νό­τρι­χες και με παπού­τσια άλλο­τε σιδε­ρέ­νια και άλλο­τε με τσα­ρού­χια ή τσαγ­γία (ΣΣ |> Βυζα­ντι­νά υπο­δή­μα­τα –λένε ότι το πτώ­μα του Κων­στα­ντί­νου του Παλαιο­λό­γου το ανα­γνώ­ρι­σαν, μετά την άλω­ση, από τα κόκ­κι­να «τσαγ­γία με αετούς», που μόνο ο αυτο­κρά­το­ρας φορού­σε εξ ου το επάγ­γελ­μα τσαγ­γά­ρης [τσαγγάρις<τσαγγάριος = κατα­σκευα­στής τσαγγίων].Σε μερι­κά μέρη τους καλι­κάν­τζα­ρους τους συνο­δεύ­ει η μάνα τους η «Καλι­κα­τζα­ρού» που τους «ορμη­νεύ­ει» τι να πειράξουν.
Σε κάποια νησιά οι καλι­κάν­τζα­ροι έρχο­νται με τις γυναί­κες τους ή μόνο οι γυναί­κες τους οι «καλι­καν­τζα­ρί­νες»!
Και προ­κει­μέ­νου οι νοι­κο­κυ­ραί­οι να απο­φύ­γουν ένα τέτοιο συρ­φε­τό ρίχνουν στα κερα­μί­δια κομ­μά­τια από χοι­ρι­νό ή λου­κά­νι­κα ή (ανά­λο­γα με την περιο­χή ξηροτήγανα!)

Σύμ­φω­να με κάποιες ελλη­νι­κές δοξα­σί­ες ήταν άνθρω­ποι με κακιά μοί­ρα μετα­βαλ­λό­με­νοι σε δαι­μό­νια, γίνο­νται δε καλι­κάν­τζα­ροι αυτοί που έχουν γεν­νη­θεί μέσα στο 12ήμερο εκτός και αν βαπτι­σθούν αμέ­σως, ή εκεί­νοι στους οποί­ους ο ιερέ­ας …δεν ανέ­γνω­σε σωστά τις ευχές του βαπτί­σμα­τος, τα τερα­τώ­δη βρέ­φη, ή κατά τους Σιφ­ναί­ους όσοι πέθα­ναν στο Δωδε­κα­ή­με­ρο ή αυτο­κτό­νη­σαν, ή στη Μακε­δο­νία όσοι δεν έχουν ισχυ­ρό Άγγε­λο για να τους προ­στα­τεύ­ει από τον Σατανά.
Στη Σκιά­θο έρχο­νται με βαρ­κά­κι, στην Οινόη, με χρυ­σλο πλοιά­ριο, στη Νικα­ριά «επί των φλοιών των καρυ­διών», από «το κάτω κόσμο» τον Άδη.
Συνή­θη μέρη που μένουν μετά τον ερχο­μό τους είναι οι μύλοι (εν ανε­παρ­κεία σήμε­ρα, οπό­τε τη βγά­ζουν στα γεφύ­ρια, τα ποτά­μια και τα τρί­στρα­τα παρα­μο­νεύ­ο­ντας τη νύχτα –μέχρι και το τρί­το λάλη­μα του πετει­νού και μετά πουφ! …καπνός!!

Γενι­κά πιστεύ­ε­ται ότι οι καλι­κάν­τζα­ροι αδυ­να­τούν να βλά­ψουν τους ανθρώ­πους αλλά μόνο τους πει­ρά­ζουν, ή τους φοβί­ζουν αφού θεω­ρού­νται (στη Μακε­δο­νία πχ) μωροί και ευκολόπιστοι.
Λέγε­ται ότι ανε­βαί­νουν στους ώμους των ανθρώ­πων που συνα­ντούν τη νύκτα και προ­σπα­θούν να τους πνί­ξουν αν δεν απο­κρι­θούν σωστά σε ότι ερω­τη­θούν ή κατ΄ άλλους τους παρα­σύ­ρουν σε χορό που όμως τους καλούς χορευ­τές τους αντα­μεί­βουν ή κατ΄ άλλους παίρ­νουν τη μιλιά σε όποιον μιλή­σει κατά τη συνά­ντη­ση μαζί τους.
Επί­σης μπαί­νο­ντας στα σπί­τια απ΄ όπου μπο­ρέ­σουν μαγα­ρί­ζουν την κου­ζί­να σε ότι δεν είναι νοι­κο­κυ­ρε­μέ­νο, αρπά­ζουν ρού­χα, «βασα­νί­ζουν τις ακα­μά­τρες… ‑και γι΄ αυτό τα κορί­τσια το 40ήμερο προ­σπα­θούν να φτιά­ξουν όσο γίνε­ται πιο πολύ γνέ­μα» (Σάμος) ή σκορ­πούν το αλεύ­ρι και τη στά­χτη από το τζά­κι τη «δωδε­κα­με­ρί­τι­κη» ή «καλι­καν­τζα­ρή­σια» ή «στά­χτη που δεν άκου­σε το εν Ιορ­δά­νη» και που θεω­ρεί­ται τελεί­ως ακα­τάλ­λη­λη για οποια­δή­πο­τε χρή­ση.         …Απο­τρε­πτι­κά μέσα

Τα απο­τρε­πτι­κά μέσα που λαμ­βά­νο­νται κατά των Καλι­κάν­τζα­ρων –σε αντί­θε­ση με τα σημε­ρι­νά, δια­κρί­νο­νται σε τρεις γενι­κές κατη­γο­ρί­ες και στη συνέ­χεια μεγα­λουρ­γού­σε η λαϊ­κή εφευρετικότητα:

Πρά­ξεις (χρι­στια­νι­κής) λατρεί­ας με
Α. Το σημείο του Σταυ­ρού στη πόρ­τα, στα παρά­θυ­ρα, στις καμι­νά­δες, τους στά­βλους και στα αγγεία λαδιού και κρα­σιού και
Β. Αγια­σμό των σπι­τιών και μάλι­στα τη παρα­μο­νή των Φώτων.
Επω­δές: όπως «ξύλα, κού­τσου­ρα, δαυ­λιά καη­μέ­να» (Καλα­μά­τα) που όταν ακού­σουν οι καλι­κάν­τζα­ροι φεύ­γουν ή η απαγ­γε­λία του «Πάτερ ημών….» (τρις).
Μαγι­κές πρά­ξεις: Κάπνι­σμα με δυσώ­δεις ουσί­ες (παλιο­τσά­ρου­χου – Τα Καλλ’κατζούρια, καθώς έρχο­νται, πρέπ’ να τα φ’λέψη καθέ­νας, ένα πρά­μα… Κάν­να παλιο­τσά­ρου­χο σε μια άκρη στο σπίτ’, στην παρα­στιά, στο φωτο­γών’), εμφα­νή επί­δει­ξη χοι­ρι­νού οστού, περί­α­πτα (χαϊ­μα­λιά) πίσω από την πόρ­τα, το μαυ­ρο­μά­νι­κο μαχαί­ρι, το αναμ­μέ­νο δαυ­λί (“τρε­χά­τε γει­τό­νοι­με τα δέν­δρι­να δαυ­λιά” Τρι­φυ­λία) κά κατά περιοχή.
Την παρα­μο­νή των Φώτων είναι έτοι­μοι να τους «ζεμα­τί­σουν» με τα λάδια που παρα­σκευά­ζουν οι νοι­κο­κυ­ρές τηγα­νί­τες (λαλαγ­γί­τες, λου­κου­μά­δες), αλλά όταν όμως συλ­λά­βουν κανέ­να από τους καλι­κάν­τζα­ρους, απλά τον δένουν και τον υπο­χρε­ώ­νουν να μετρή­σει τις τρύ­πες του κόσκινου!

Οι μυλω­νά­δες που δού­λευαν μακριά από τον «καθα­για­σμέ­νο χώρο», δίπλα σε ποτά­μι, είχαν –όπως είπα­με, «προ­νο­μια­κή» σχέ­ση και πάρε δώσε με καλικαντζάρους.
Υπάρ­χει μια διή­γη­ση –που παρα­πέ­μπει στις ρίζες όπου κάποιος μυλω­νάς, την ώρα που αλέ­θει ψήνει μια πέρ­δι­κα (σε «βελ­τιω­μέ­νη» έκθε­ση γου­ρου­νά­κι) εμφα­νί­ζε­ται ο καλι­κάν­τζα­ρος με ένα βάτρα­χο, ο μυλω­νάς τον σου­βλί­ζει και του λέει ότι κάη­κε ατός του (μόνος του), απά­ντη­ση που είχε δώσει ο Οδυσ­σέ­ας στον κύκλω­πα Πολύφημο.

“Από δω παν’ οι άλλ΄”

Γρά­φει κάπου ο Χρή­στος Τού­μπου­ρος για τους σύγ­χρο­νους καλικατζάρους
Φουρ­λά­τι­σαν όλες αυτές τις μέρες και τις νύχτες, έδω­σαν πήραν, έκα­ναν και τι δεν έκα­ναν και τώρα… άιντε στο καλό. Τι μένει; «ουχ, καλ­μέ­ρα σ’. Εφ’γαν αυτοί; Έχου­με εδώ άλλους καλι­κάν­τζα­ρους. Τίγκα ο τόπος.
Όλους τους κέδρους του Τζου­μέρ­κου να κάψεις δεν φεύ­γουν αυτοί. Δεν φοβού­νται το πρα­τσά­νι­σμα», έλε­γε και ξανά­λε­γε η για­γιά με μεγά­λη, αλή­θεια, αγανάκτηση.
Και συνέ­χι­ζε. «Δεν τους πιάν’ τίπο­τις. Θέλ’ να ρίξεις όλο το αλάτ’ απ’ το Μεσολόγγι».

Τα Θεο­φά­νεια

Παλιό­τε­ρα, προ­πο­λε­μι­κά και λίγα χρό­νια μετά την απε­λευ­θέ­ρω­ση, ο παπάς του χωριού την παρα­μο­νή των Θεο­φα­νεί­ων, μαζί με το βοη­θό του, ένα παι­δί ψωμω­μέ­νο και εμπι­στο­σύ­νης «επι­σκέ­πτο­νταν» όλα τα σπί­τια και έκα­ναν Αγια­σμό. Μόνο έτσι θα έφευ­γαν οι καλικάντζαροι.
Το παι­δί έβα­ζε μέσα σε σακου­λί­τσες, τρα­χα­νά, πατά­τες, φασό­λια και άλλα.
Αυτά ήταν τα δώρα που έδι­ναν στον παπά. Δραχ­μές δεν υπήρχαν.
Αργό­τε­ρα έγι­νε αυτό, ο εκχρη­μα­τι­σμός δηλα­δή του Αγια­σμού των Φώτων. Παράλ­λη­λα και τα παι­διά έβγαι­ναν το πρωί και τρα­γου­δού­σαν τα κάλα­ντα. «Σήμε­ρα τα Φώτα και ο Φωτι­σμός και χαρές μεγά­λες ο Κύριος…»
Στην ουσία γινό­ταν αντα­γω­νι­σμός με τον παπά και για το λόγο αυτό τα Κάλα­ντα των Φώτων θεω­ρού­νταν από τη νεο­λαία μη προ­σο­δο­φό­ρα. Γι’ αυτό πήγαι­ναν μόνο σε συγκε­κρι­μέ­να σπί­τια, «σε στο­χευ­μέ­νους στόχους».

Την παρα­μο­νή των Φώτων εντο­λή της για­γιάς βάζα­με «λίγο θ’μιάμα στη φωτιά, για να φύγουν τα καρ­κα­τζέ­λια». «Δε έχου­με θ’μιάμα; Βάλ­τε κλω­νά­ρια από κέδρο, ρίξ­τε αλάτ’, κάψ­τε παλιό­ρου­τα ή παλιό­πα­πτσα. Έτσι θα φύγουν. Μυρί­ζουν, τους έρχε­ται αλα­τζού­τζου­ρας και σκαπετάν’».
Κι όλη τη νύχτα «βόγκα­γαν οι μπου­χα­ρή­δες» από τη φωτιά κι άκου­γες σ’ όλα τα σπί­τια να «πρα­τσα­νί­ζει» ο κέδρος. Και σαν ξημέ­ρω­νε υπο­χρε­ω­τι­κά όλα τα μέλη της οικο­γέ­νειας στην εκκλη­σία. Ο μικρό­τε­ρος της οικο­γε­νεί­ας μάλι­στα έπαιρ­νε από το εικο­νο­στά­σι μια εικόνα.
Είχε σκοπό.
Το αγια­σμέ­νο νερό, ήταν για πάσα χρή­ση. Πονό­δο­ντο, κοι­λό­πο­νο, για την ατε­κνία, για την αφο­ρία και την ευκαρ­πία κάθε ζεύγους.
Για την περί­πτω­σή μου που σύμ­φω­να με τη γνω­μά­τευ­ση πολ­λών «ειδι­κών» πως «ήμουν λαγκιολ­σμέ­νος» χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­καν μέχρι να απο­σχο­λή­σω κυβι­κά ολό­κλη­ρα. Δεν έπια­σε τίποτε.
Μου το είπε ο παπά Σπύ­ρος. «Θελ’ς διά­βα­σμα από Πατριάρ­χη και πάνω»…

Befana, η μάγισσα των Φώτων

Στην ιτα­λι­κή λαο­γρα­φία, η Befana είναι μια κακο­μού­τσου­νη για­γιά που φέρ­νει δώρα στα παι­διά (τη νύχτα της 5ης Ιανουα­ρί­ου) σαν τον Άγιο Βασί­λη-Santa Claus ή (αλλού) τον Άγιο Νικό­λαο ‑St Nicholas.
Το όνο­μά της προ­έρ­χε­ται από τη γιορ­τή των Θεο­φα­νεί­ων (ιτα­λι­κά: Festa dell’ Epifania – «Epifania» λατι­νι­κή λέξη με ελλη­νι­κή προ­έ­λευ­ση που σημαί­νει «εκδή­λω­ση (της θεό­τη­τας)» ‑κατ’ άλλους η Befana προ­έρ­χε­ται  από τη Sabina (η ρωμαϊ­κή θεά Strenia).
Η σκού­πα απο­τε­λεί απα­ραί­τη­το εργα­λείο πλο­ή­γη­σης (σε αντί­θε­ση και με τις απει­κο­νί­σεις – εικο­νο­γρα­φία για μάγισ­σες, δηλα­δή κρα­τώ­ντας τα κλα­διά μπρο­στά της)

Befana, η μάγισ­σα των Φώτων

Αυτά συμ­βαί­νουν στη γει­το­νι­κή Ιταλία.
Εμείς ας τρα­γου­δή­σου­με ανε­ξαρ­τή­τως καλ­λι­φω­νί­ας τα δικά μας, για­τί υπάρ­χουν κάθε λογής καλι­κάν­τζα­ροι, εκτός από εκεί­νους των λαϊ­κών δοξασιών

Φώτα Κεφα­λο­νιά – Αργο­στό­λι 1940

Σήμε­ρα είν’ τα Φώτα (Μικράς Ασίας)…

Σήμε­ρα είν’ τα φώτα και οι φωτισμοί
και χαρές μεγά­λες κι αγιασμοί.
Κάτω στον Ιορ­δά­νη τον ποταμό
κάθετ’ η κυρά μας η Παναγιά.

Καλη­μέ­ρα, καλη­σπέ­ρα καλή σου μέρα αφέ­ντη με την κυρά.

Μαρ­μα­ρο­κο­λώ­να πελεκητή
και τον Αϊ-Γιάν­νη παρακαλεί.
Αϊ-Γιάν­νη αφέ­ντη και βαπτιστή
βάφτι­σε και μένα Θεού παιδί.

Καλη­μέ­ρα, καλη­σπέ­ρα καλή σου μέρα αφέ­ντη με την κυρά.

Δύνα­μαι και θέλω και προσκυνώ
και τον Κύριο μου παρακαλώ
για να ρίξει δρο­σιά, δρο­σιά στη γη
να δρο­στούν οι βρύ­σες και τα βουνά
να δρο­στούν οι βρύ­σες και τα βουνά
να δρο­στεί κι ο αφέ­ντης με την κυρά.

Καλη­μέ­ρα, καλη­σπέ­ρα καλή σου μέρα αφέ­ντη με την κυρά.

Οι Καλι­κάν­τζα­ροι στον Πόντο (τα Πίζηλα)

Τα Πίζη­λα (πίζου­λα, πίζε­λα ή πιζή­α­λα) έβγαι­ναν από τα έγκα­τα της γης την παρα­μο­νή των Χρι­στου­γέν­νων (κατά πως πίστευαν στην Οινόη), με μια χρυ­σή βάρκα.
Και ενώ δεν έκα­ναν κακό στους ανθρώ­πους, τους ανα­κά­τευαν με τις ζημιές τους και γενι­κό­τε­ρα τους ενο­χλού­σαν. Ιδιαί­τε­ρα τα παι­διά και ιδί­ως τα αβά­πτι­στα, τις λεχώ­νες, τις νεό­νυμ­φες και γενι­κά τα αδύ­να­μα άτομα.
Προ­κα­λού­σαν ζημιές στα πράγ­μα­τα του σπι­τιού, στα ζώα και στους αγρούς.
Για προ­φύ­λα­ξη από τους καλι­κάν­τζα­ρους, χάρα­ζαν παντού ‑στα σταυ­ρο­δρό­μια, στο χώμα, το σημείο του σταυ­ρού και σκέ­πα­ζαν τα πάντα μέσα στο σπί­τι, μιας και τα πίζη­λα ήταν ακά­θαρ­τα και ότι έπια­ναν το λέρωναν.

Ρίζες

Όπως είπα­με εισα­γω­γι­κά οι καλι­κάν­τζα­ροι (ξωτι­κά και πολ­λές μάγισ­σες στους ξένους λαούς κυρί­αρ­χοι της νύχτας και της υπαί­θρου που εχθρεύ­ο­νται ή ζηλεύ­ουν, την οικο­γε­νεια­κή στιά) είναι μακρι­νοί από­η­χοι των ειδω­λο­λα­τρι­κών μεταμ­φιε­σμέ­νων γιορ­τα­στών και των τρα­γο­πό­δα­ρων χορευ­τών του Διο­νύ­σου, επο­μέ­νως στο διά­βα των αιώ­νων επι­και­ρο­ποι­ή­θη­καν και πολ­λοί είναι οι μελε­τη­τές που προ­σπά­θη­σαν να ανα­τρέ­ξουν στις ρίζες, αυτού του –σχε­δόν, παγκό­σμιου όντος –παρα­θέ­του­με κάποιες από αυτές

Λεξι­κό Τρια­ντα­φυλ­λί­δη (Πύλη στην ελλη­νι­κή γλώσσα)
Καλι­κάν­τζα­ρος [kalikándzaros] και καλι­καν­τζά­ρια θηλ. καλι­καν­τζα­ρί­να [kalikandzarína]: σύμ­φω­να με τη λαϊ­κή παρά­δο­ση, δύσμορ­φο, ενο­χλη­τι­κό και βλα­πτι­κό για τους ανθρώ­πους δαι­μό­νιο που εμφα­νί­ζε­ται στη γη κατά την περί­ο­δο του Δωδεκαήμερου:
Είναι σαν ~ …, για άνθρω­πο πολύ άσχη­μο, με κωμι­κή συνήθ. εμφά­νι­ση. || (θηλ.) η γυναί­κα του καλι­κάν­τζα­ρου. καλι­καν­τζα­ρά­κι το παι­δί του καλικάντζαρου.
[μσν. καλι­κάν­τζα­ρος < ίσως καλικάντζ(α) μεγεθ. ‑αρος < καλίκ(ι) (υπο­κορ. του καλ­λί­γα δες στο καλι­γώ­νω) + άντζα· καλικάντζαρ(ος) ‑ίνα] παγα­νό το ή παγα­νός: Mεσά­νυ­χτα, ώρα που βγαί­νουν τα στοι­χειά, τα παγα­νά και οι νεράιδες
ελνστ. ή μσν. παγα­νός αγρό­της, αγροί­κος, ειδω­λο­λά­τρης (επει­δή στα χωριά δια­τη­ρή­θη­καν για μεγα­λύ­τε­ρο διά­στη­μα οι προ­χρι­στια­νι­κές θρησκείες) <
Λατ. pagan(us) καλι­κάν­τζα­ρος < μεσαιω­νι­κή ελλη­νι­κή |< καλίκι+άντζα+αρος < καλί­γιον | καλί­γιν | καλί­γι < καλί­γα | καλ­λί­γα < λατι­νι­κή caliga <| calceus <| calx < πρω­τοϊν­δο­ευ­ρω­παϊ­κή (s)kel- (στρογ­γυ­λός, καμπυλωτός)
Μεσαιω­νι­κή ελλη­νι­κή άντζα | άτζα <| ιτα­λι­κή anca (γοφός) < δημώ­δης λατι­νι­κή hanca |< φρα­γκι­κή hanka |< πρω­το­γερ­μα­νι­κή ‚|< ankō (άρθρω­ση, κλεί­δω­ση) |> πρω­τοϊν­δο­ευ­ρω­παϊ­κή ang- (άρθρω­ση, κλείδωση)
Μπαμπινιώτης:
Προ­έρ­χε­ται από το «καρ­κάν­τζι», που σημαί­νει «καμέ­νο, ξηρό», λόγω της σχέ­σης των καλι­καν­τζά­ρων με τη φωτιά.
Μια άλλη θέλει τα δαι­μό­νια του 12έρου να έχουν πάρει το όνο­μά τους από τη λέξη «καλί­κι», που σημαί­νει «υπό­δη­μα», και «άντζα», δηλα­δή «κνή­μη», από το είδος των παπου­τσιών που φορούν οι καλικάντζαροι.

Ακό­μη, απλά τα παραθέτουμε

  • Ως παρά­γω­γο από την Τουρ­κι­κή γλώσ­σα (Schmidt & Wachsmuth).
  • Από το «καλός+κάνθαρος» [Καλι­κάν­θα­ρος] (που συμ­φω­νούν αργό­τε­ρα Boll, Κου­κου­λές και Μπούντουρας)
  • «Λύκος+κάνθαρος» ‑Πολί­της, «λύκος+άντζαρος » [= ανήρ] (Γεώρ­γιος Λου­κάς λαο­γρά­φος <| έκδ «Φιλο­λο­γι­κές επι­σκέ­ψεις»|> από τους σκα­πα­νείς της κυπρια­κής λαογραφίας)
  • «καλίκιν+τσαγγίον» ή «καλός+τσαγγίον» και της μεγε­θυ­ντι­κής κατά­λη­ξης –άρος (= ο φέρων καλά τσαγ­γία, υπο­δή­μα­τα, αντί καλί­κια) ή ο φέρων καλί­κια αντί τσαγ­γί­ων (Πολί­της)
  • Από το λατι­νι­κό «καλι­γά­τος» <|Caligatus|> (Οικο­νό­μου)
  • Τελευ­ταία (1955) η ετυ­μο­λο­γία του Παντε­λί­δη, από «καλίκιν+άντζα»
  • «καλός+κένταυρος» (Lawson)
  • «καρ­κάν­τζι» (καρ­κάν­τζα­ρος) που σημαί­νει το ξηρό, κεκαυ­μέ­νο, o τσου­ρου­φλι­σμέ­νος (Δει­νά­κις).
  • Ως παρά­γω­γο από την Τουρ­κι­κή γλώσ­σα με εξει­δι­κευ­μέ­νη δια­τύ­πω­ση: στην Τερ­πνή Σερ­ρών λέγο­νταν καρ­καν­τζα­λοί |>τουρ­κι­κές λέξεις: karkas | κου­φά­ρι + zalim | τυραν­νι­κός<|, συμπε­ρα­σμα­τι­κά το σχή­μα είναι καλι­κάν­τζα­ροι …καρ­καν­τζα­λοί |>karkas+zalim<|

Κλπ. κλπ. κλπ

Και μόνο τα παρα­πά­νω απο­δεί­χνουν τις βαθιές ρίζες αυτών των ξωτι­κών στα ήθη, έθι­μα και τη λαο­γρα­φία όχι μόνο του λαού μας αλλά κι όλου του κόσμου
Και πάλι…

Περισσότερα _πηγή

Τρί­γω­να κάλα­ντα με την ελπί­δα ν΄ αχνο­φέγ­γει στο βάθος του ορίζοντα

Καλή Αγωνιστική Χρονιά!

 

 

 

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο