Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Χοσέ Μαρτί: Μάχη ανάμεσα σε κράνη και κρίνους

Γεν­νή­θη­κε σαν σήμε­ρα 28 Γενά­ρη 1853, ήρθε από τον ήλιο και προς αυτόν συνε­χί­ζει, αφιε­ρω­μέ­νος σαν σε πρά­ξη αγά­πης, να μας ωθεί να αγα­πά­με και να γινό­μα­στε καλύ­τε­ροι γρά­φει η σημε­ρι­νή Granma, σε ένα σύντο­μο αφιέρωμα.
Τι να γρά­ψω _λέει, για τον Martí; Η αμφι­βο­λία δαγκώ­νει και ανε­βά­ζει το χτυ­πο­κάρ­δι, αιω­ρεί­ται και επι­τί­θε­ται στις πιο απροσ­δό­κη­τες στιγ­μές. Και όχι για­τί έχουν ειπω­θεί όλα, αλλά ακρι­βώς το αντί­θε­το. Ο Martí είναι μια ανε­ξι­χνί­α­στη απε­ρα­ντο­σύ­νη, που μέσα στο μυστή­ριο του μας συντρο­φεύ­ει αλλά και μας προκαλεί.

Τί έγι­νε στον κόσμο και στον τόπο μας σαν σήμε­ρα 28η Γενάρη;

(συνε­χί­ζει το δημο­σί­ευ­μα της Granma _οργάνου του ΚΚ Κούβας)
Βρι­σκό­μα­στε αντι­μέ­τω­ποι με την ηθι­κή του και την αρε­τή του, που καλεί­ται να επι­στρέ­ψει από το καλό, σαν από ένα λου­τρό φωτός. Αντι­μέ­τω­ποι με το παρά­δειγ­μα της ζωής του Martí, και τις γρα­φές του τον καθη­με­ρι­νό ύψι­στο αγώ­να, τη συγκί­νη­ση που νιώ­θου­με να γεν­νιέ­ται από την κοι­νω­νία, με την ποί­η­ση στην πιο αγνή της μορ­φή. Το να σκέ­φτε­σαι τι να γρά­ψεις οδη­γεί στο διά­βα­σμα: λέει ο μελε­τη­τής του Apóstol (σσ. “Απο­στό­λου” κου­βα­νέ­ζι­κο προ­σω­νύ­μιο του José Martí), Λουίς Τολέ­δο Σάντε, ότι στο έργο του η παρου­σία “μιας στορ­γι­κής κατα­νό­η­σης του κόσμου είναι ένα διαρ­κές χαρα­κτη­ρι­στι­κό, που δεν υπο­νο­ού­σε σε καμιά περί­πτω­ση προ­σαρ­μο­στι­κή προ­σκόλ­λη­ση στις υπάρ­χου­σες πραγ­μα­τι­κό­τη­τες, αλλά μια ελκυ­στι­κή υπό­θε­ση της επι­θυ­μί­ας να μετα­μορ­φω­θούν και να γίνουν αλη­θι­νές πηγές για να ανθρω­πέ­ψει ο άνθρωπος”.

Ίσως πιο σημα­ντι­κό από το να εκφρά­σου­με με λόγια τις εντυ­πώ­σεις μας για αυτόν τον σπου­δαίο άνθρω­πο που ενσαρ­κώ­νει μέσα του το καλύ­τε­ρο και καθα­ρό­τε­ρο του νησιού της επα­νά­στα­σης, είναι πρώ­τα να κατα­νο­ή­σου­με από αυτόν, τον τρό­πο να βλέ­πεις μέσα από την κατα­νό­η­ση και να γίνου­με το σωστό πράγ­μα εφο­δια­σμέ­νοι με εκεί­νη την πνευ­μα­τι­κό­τη­τα _ που χωρίς αυτή θα είμα­στε ξερά όντα, αδρα­νή κλαδιά.

Στον ανθρώ­πι­νο αγώ­να: η τερά­στια / Μάχη ανά­με­σα σε κρά­νη και κρί­νους (*), το κήρυγ­μα του Martí μας καλεί να ξεπε­ρά­σου­με το θηρίο _τα άγρια θηρία και να τοπο­θε­τη­θού­με στο πλευ­ρό των κρίνων.
Και να πω: η αμη­χα­νία / του Ανθρώ­που είναι η αμη­χα­νία μου _τα μάγου­λά μου / υπο­φέ­ρω από το κακό του Σύμπαντος.
(*) σσ. δεί­τε στο τέλος της ανάρτησης

Όταν γεν­νή­θη­κε ο José Julián, στις 28 Ιανουα­ρί­ου, πριν από 171 χρό­νια, σε ένα μικρό σπί­τι και σε μια Αβά­να ασφυ­κτι­κή από τις ανι­σό­τη­τες της αποι­κιο­κρα­τί­ας, κανείς –ακό­μη και η μητέ­ρα του, η οποία κατα­κλύ­ζε­ται από τον πόνο– δεν μπο­ρού­σε να υπο­θέ­σει ότι αυτό το πλά­σμα ανα­δύ­θη­κε από το μήτρα ανθρώ­πι­νης γυναί­κας Θα ερχό­ταν να διδά­ξει στους συγ­χρό­νους του, και σε κάθε καλό άνθρω­πο στο μέλ­λον, ότι μόνο η αγά­πη για τον ΑΝΘΡΩΠΟ γεν­νά μελωδίες.

Το είπε τόσο ειλι­κρι­νά και τόσο ξεκά­θα­ρα που, ακό­μα κι όταν δια­βά­ζου­με για πράγ­μα­τα που μας πλη­γώ­νουν, η ομορ­φιά παρα­σύ­ρε­ται και με τον υπαι­νιγ­μό ενός δακρύ­ου έρχε­ται η ευγνω­μο­σύ­νη. Αυτός που ήταν σαν το βατό­μου­ρο φρο­ντί­ζει καλύ­τε­ρα τα μαρ­γα­ρι­τά­ρια του.
Ήρθε από τον ήλιο και στον ήλιο πήγε… συνε­χί­ζει να πηγαί­νει, αφιε­ρω­μέ­νος σαν σε πρά­ξη αγά­πης, να μας ωθεί να αγα­πά­με και να είμα­στε … σωστοί (σσ. “με τη σωστή πλευ­ρά της ιστο­ρί­ας”). Μας ξυπνά­ει και μας ανε­βά­ζει: Να δου­λέ­ψου­με! Να ανά­ψου­με! Αξί­να / Και πυλώ­νας, αστέ­ρι και φλό­γα, και οβε­λί­σκος / Της φωτιάς και οδη­γός στον Ήλιο, ο στί­χος _στόχος να είναι!

Καλύ­τε­ρα από το να γρά­ψω στον Martí, για να τον κάνου­με χεί­μαρ­ρο μας, ένα αλη­θι­νό επι­χεί­ρη­μα Όταν, σαν τα φίδια, τα πάθη / Του ανθρώ­που τυλί­γο­νται πει­σμα­τι­κά γύρω από τα γόνα­τά μου! Και μετά, ναι, γράψ­τε το, και δια­βά­στε το ξανά, και κοι­νω­νή­στε με την απλό­τη­τά του από σάρ­κα και οστά, και πάντα αμφι­σβη­τή­στε το, βέβαιοι ότι η ιερό­τη­τα του ονό­μα­τός του βρί­σκε­ται στη ζωτι­κή εγγύ­τη­τα με τα όνει­ρα και τα σώψυ­χά μας.

Κού­βα: Ο στο­χα­σμός του Martí επί­και­ρος και απα­ραί­τη­τος 128 χρό­νια μετά – 1ο

🇨🇺 Το να πεθάνεις
για τη χώρα και το λαό
είναι να ζεις

Ο Martí ται­ριά­ζει ακρι­βώς σε κάθε σήμε­ρα, σαν μια πένα, που δεν στα­μά­τη­σε ποτέ να γρά­φει, ο Martí είναι ένα από εκεί­να τα όντα των οποί­ων ο πρό­ω­ρος θάνα­τος μας εμπο­δί­ζει να τον θυμί­ζου­με χωρίς την ερώ­τη­ση “πόσα περισ­σό­τε­ρα θα μπο­ρού­σε να είχε κάνει;” Ωστό­σο, επι­λέ­γου­με να τον θυμό­μα­στε χωρίς απαι­σιο­δο­ξία και θρή­νους, για­τί έζη­σε τόσο έντο­να, τόσο ευγε­νι­κά και τόσο δίκαια, που του αρκού­σε ώστε να είναι αιώνιος.

Η πατριω­τι­κή, επα­να­στα­τι­κή πολι­τι­κή, και ανθρώ­πι­νη ωρι­μό­τη­τα του Apóstol ήρθε, για καλή μας τύχη, πολύ νωρίς. Αυτό του επέ­τρε­ψε να οικο­δο­μή­σει μια ουσια­στι­κή κλη­ρο­νο­μιά σε 42 χρό­νια, όχι μόνο για να κατα­νο­ή­σει την ιστο­ρι­κή εξέ­λι­ξη της σκέ­ψης για την ανε­ξαρ­τη­σία της Κού­βας, αλλά και για τον ορι­σμό και την κατα­νό­η­ση των αρχών που χρειά­ζε­ται μια κοι­νω­νία για να είναι δίκαιη και των αξιών που δεν μπο­ρούν να είναι σε ανε­πάρ­κεια αυτών που σκο­πεύ­ουν _και παλεύ­ουν να την χτίσουν.

Αυτό είναι ένα αδιαμ­φι­σβή­τη­το πλε­ο­νέ­κτη­μα της ζωής και του έργου του, που ανα­πτύ­χθη­κε με από­λυ­τη συνο­χή, για να φτά­σει στον υψη­λό­τε­ρο βαθ­μό αυτού που σοφά προσ­διο­ρί­ζου­με ως παρά­δειγ­μα. Επι­στρέ­φου­με στα παρα­δείγ­μα­τα ξανά και ξανά ανα­ζη­τώ­ντας απα­ντή­σεις, ασφα­λείς δια­δρο­μές για ταξί­δια, αλή­θειες που δεν βρί­σκο­νται εύκο­λα αλλού.
Ο Martí περ­πα­τού­σε πάντα μαζί μας, επί­και­ρος και ακρι­βής, οδή­γη­σε, μέσα από την άυλη επι­βί­ω­σή του, την ανά­πτυ­ξη της Επα­νά­στα­σης, με τον ίδιο τρό­πο που έκα­νε κάπο­τε με τον Ανα­γκαίο του Πόλε­μο. Γνω­ρί­ζου­με την απά­ντη­ση: παρά τον χρό­νο, τις δια­φο­ρές στους χρό­νους και τα πλαί­σια, τις παραλ­λα­γές στην αντι­κει­με­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, όλα συμ­φω­νούν στο γεγο­νός _πάνε χέρι-χέρι, με το ότι η πλή­ρης κοι­νω­νι­κή δικαιο­σύ­νη επι­τυγ­χά­νε­ται μόνο όταν φτά­νουν τα οφέ­λη του κατα­σκευα­σμέ­νου και όλοι _τότε αγκα­λιά­ζουν κάθε γιο και κόρη της πατρί­δας και της επανάστασης .

Επο­μέ­νως, όπως είπε ο Φιντέλόταν ανα­ρω­τιό­μα­στε τι θα έλε­γε ο Martí, πώς θα είχε ενερ­γή­σει σε μια δεδο­μέ­νη κατά­στα­ση, ποια ερμη­νεία θα είχε δώσει για την πραγ­μα­τι­κό­τη­τά μας, δεν το κάνου­με λόγω αδυ­να­μί­ας διά­κρι­σης ή λήψης απο­φά­σε­ων, ούτε λόγω νοσταλ­γί­ας για μια ευκαι­ρία που δεν είχα­με, ακού­στε τον, δεί­τε τον, μοι­ρα­στεί­τε μαζί του την επο­χή που έζη­σε… αλλά επει­δή τον ανα­γνω­ρί­ζου­με ως δια­χρο­νι­κό, ορα­μα­τι­στή και διο­ρα­τι­κό, με τον ίδιο τρό­πο που θεω­ρού­μα­στε οι πιο πιστοί των μαθη­τών του”.

Ο Martí είναι το “τυχε­ρό” μας, ένα φυλα­χτό, μια φωνή που αψη­φά το πέρα­σμα των χρό­νων, μια κλη­ρο­νο­μιά που αρνεί­ται την αδρά­νεια, τη στα­τι­κό­τη­τα του παρελ­θό­ντος, για­τί προ­σαρ­μό­ζε­ται ακρι­βώς σε κάθε παρόν, λες και η πένα του δεν στα­μά­τη­σε ποτέ να κινείται_ το θαυ­μα­στό μυα­λό του δεν έπα­ψε ποτέ να γεν­νά ευγε­νείς και εξαι­ρε­τι­κές ιδέ­ες, πάντα σε εγρή­γορ­ση όταν χρεια­στεί να κυο­φο­ρεί θυσίες.

Κού­βα: Μεγα­λειώ­δης δια­δή­λω­ση με σύν­θη­μα «Λευ­τε­ριά στην Παλαιστίνη»

Σε αυτές τις αλή­θειες βρί­σκε­ται η ορι­στι­κή απά­ντη­ση στο ερώ­τη­μα “όσα περισ­σό­τε­ρα θα είχα κάνει;” αν δεν είχε “συμ­βεί” αυτή η 19η Μαΐ­ου (σσ. πέθα­νε 19  Μαΐ­ου 1895). Έκα­νε πολ­λά, ακό­μα περισ­σό­τε­ρα από όσα ονει­ρευό­ταν ποτέ να έχει κάνει, πολύ περισ­σό­τε­ρα από όσα είχε σκο­πό να κάνει, από όσα έθε­σε ως στό­χο για την ύπαρ­ξή του, πέρα και πάνω από τα όνει­ρά του. Και το έκα­νε για έναν αδιαμ­φι­σβή­τη­το λόγο, έναν λόγο που τον εκφρά­ζου­με περή­φα­να και τον ενστερ­νι­ζό­μα­στε με βεβαιό­τη­τα: το να πεθά­νεις για τη χώρα σου και το λαό της σημαί­νει να ζεις.

Κού­βα: Ο στο­χα­σμός του Martí επί­και­ρος και απα­ραί­τη­τος 128 χρό­νια μετά – Μέρος 2ο Η Βηθλε­έμ του Αποστόλου

Μάχη ανά­με­σα σε κρά­νη και κρί­νους _
τρια­ντα­φυλ­λό­δα­σος _ (Εκεί σιγά σιγά)

Ω! το αίμα της ψυχής, το έχεις δει;
Έχει χέρια και φωνή, και σε αυτόν που το χύνει
Αιώ­νια ανά­με­σα στις σκιές που κατηγορεί.
Υπάρ­χουν κρυ­φά εγκλή­μα­τα και υπάρ­χουν πτώματα
Των ψυχών, και υπάρ­χουν και δολο­φό­νοι απαίσιοι!
Στο δάσος έρχο­νται: από την πιο ψηλή βελανιδιά
Ας δου­λέ­ψου­με έναν πυλώ­να, και στον πυλώνα
Πόσοι απα­τούν γυναίκες!

Αυτός είναι ο ανθρώ­πι­νος αγώ­νας: ο τεράστιος
Μάχη των κρα­νών και των κρίνων!
Λοι­πόν, οι περή­φα­νοι άντρες δεν είναι θηρία;
Κτή­νη και άγρια ​​θηρία! Κοί­τα, εδώ σου φέρνω
Το θηρίο μου νεκρό και η οργή μου εξημερώθηκε.
Έλα, να σωπά­σεις, να μουρ­μου­ρί­σεις, στο θόρυβο
Φύλ­λα Απρί­λη και φωλιές πουλιών.

Άσε, ω αγα­πη­μέ­νη μου, τους βου­βούς τοίχους
Από αυτό το κού­φιο σπί­τι και έλα μαζί μου
Όχι στη θάλασ­σα που χτυ­πά­ει και βρυ­χά­ται αλλά στο δάσος
Τρια­ντά­φυλ­λα βρί­σκο­νται στον πάτο της ζούγκλας.
Η ζωή είναι ωραία εκεί, για­τί είναι δωρεάν,
Και η αρε­τή σου, ελεύ­θε­ρη, θα είναι αληθινή,
Αφι­λό­κερ­δα, τον αξιό­τι­μο σεβασμό.
Ούτε η αγά­πη, αν δεν είναι χωρίς αντάλ­λαγ­μα, δεν δίνει ευτυχία.

Ω, κακοί άνθρω­ποι, αυτοί που απο­λαμ­βά­νουν ήρεμα
κλεμ­μέ­νους έρω­τες! Αν είναι ξένη
Η στορ­γή, η ευχα­ρί­στη­ση του σεβασμού
Είναι χίλιες φορές μεγα­λύ­τε­ρη από αυτή της από­λαυ­σής του.
Από την καλή δου­λειά ότι η περη­φά­νια μένει στο στήθος

Και σαν γλυ­κά δάκρυα ξεχειλίζει,
Και με περί­ερ­γα λόγια, που φαίνονται
Φτε­ρου­γί­σμα­τα, όχι φωνές! Και τι κρίμα
Αυτό για την προ­σποί­η­ση αγά­πης! Λοι­πόν υπάρ­χει μαρτύριο
Όπως εκεί­νος, που _χωρίς να αγα­πά, μιλά­ει για αγάπη!

Έλα, θα πάω εκεί λυπη­μέ­νος, για­τί βλέ­πω τον εαυ­τό μου!
Έλα, η μονα­ξιά θα είναι η ασπί­δα σου!

Alexa εννιά χρονών

–Δώσε μου λίγη υπο­μο­νή, Θεέ μου!–, ικέ­τευ­σε εκεί­νη η γυναί­κα σαν με μανία. “Πες του πως να γίνω καλύ­τε­ρος”, απά­ντη­σε μια δακρυ­σμέ­νη φωνή κορι­τσιού. “Ουφ, φαί­νε­ται ότι ο μικρός είναι de ampanga”, (σσ. ιδιω­μα­τι­σμός κου­βα­νέ­ζι­κος “στο κλα­ρί”) σκέ­φτη­κα. Η κάο­ντρα από το εσω­τε­ρι­κό του σπι­τιού. Στο πεζο­δρό­μιο, μπρο­στά στην πόρ­τα, ανα­πο­φά­σι­στος για το αν θα χτυ­πή­σει ή όχι, επα­να­λή­φθη­κε η απει­λή της γυναί­κας: ‑Κοί­τα, θα το μάθουν όλοι …
–Θα ήθε­λες να κάνει κάποιος άλλος το ίδιο, αν ήταν η για­γιά ή η μητέ­ρα μας, και ήμα­σταν στε­να­χω­ρη­μέ­νοι;– αντα­πά­ντη­σε το κορι­τσά­κι, του οποί­ου το όνο­μα και την ηλι­κία μου είπαν αργό­τε­ρα: Αλέξα!

Τελι­κά από το πίσω μέρος του σπι­τιού ξεπρό­βα­λε μια άλλη γυναί­κα, απο­φα­σι­σμέ­νη να αφαι­ρέ­σει τα ντε­σι­μπέλ από τον καυ­γά. Μόλις παρα­τή­ρη­σε την παρου­σία μου, με κάλε­σε κατα­κόκ­κι­νη, τσα­τι­σμέ­νη μέσα.
– Alexa, για­τί παρα­κούς έτσι την αδερ­φή σου;
“Δεν παρα­κούω, μαμά”, απά­ντη­σε το αθώο παι­δί με ζωντα­νά δάκρυα. –Ξέρεις ότι η Ρέι­να πέθα­νε, η καη­μέ­νη. Κοί­τα το σπί­τι της εκεί, κοί­τα… (ανέ­φε­ρε παι­διά της νεκρής). Είναι λυπη­μέ­νοι, είδα τον Robertico να κλαί­ει. Το είπα στην αδερ­φή μου, αλλά συνε­χί­ζει να παί­ζει τη μου­σι­κή δυνατά.

Το βλέμ­μα του κορι­τσιού ανα­ζή­τη­σε τον Martí που ζωντά­νε­ψε στο δωμά­τιο, μέσα από έναν πίνα­κα τοπο­θε­τη­μέ­νου πάνω από την τηλε­ό­ρα­ση. “Συγ­χω­ρέ­στε την”, είπε και πρό­σθε­σε: “Την αγα­πώ και λες ότι για να είσαι καλή πρέ­πει να είσαι σαν αυτόν, αλλά η αδερ­φή μου δεν είναι έτσι, είναι κακή”.
-“Οχι. Οι καλοί άνθρω­ποι μερι­κές φορές κάνουν και λάθη” _“Μην κλαις, μικρή μου πρι­γκί­πισ­σα, αυτό δεν θα ξανα­γί­νει”, απά­ντη­σε η μητέρα.

Εκεί­νη τη μέρα, για μια στιγ­μή, μου φάνη­κε ότι ο Apóstol είχε κάνει τη σιω­πή του να εκρα­γεί μέσα σε αυτούς τους τέσ­σε­ρις τοί­χους, ότι από τον πίνα­κα στην τηλε­ό­ρα­ση έσπα­γε την ψυχραι­μία του, απρό­θυ­μος να συνε­χί­σει απα­θής, όταν οι επεί­γου­σες ανά­γκες της χώρας του απαι­τού­σαν αυτόν.

Φαι­νό­ταν ότι, με σώμα, σάρ­κα και οστά, εκεί­νος από τη Χρυ­σή Επο­χή είχε φτά­σει στο χώρο, ταραγ­μέ­νος, δυσα­ρε­στη­μέ­νος, αντι­στε­κό­με­νος σε μια αδιά­κρι­τη χει­ρο­νο­μία, μετεν­σαρ­κώ­θη­κε στην υπέ­ρο­χη εξέ­γερ­ση μιας εννιά­χρο­νης ψυχής, θυμω­μέ­νη με τη στά­ση του σώμα­τος, ενός μέλους της οικο­γέ­νειας αδια­φο­ρώ­ντας για τον πόνο όσων θρή­νη­σαν την απο­χώ­ρη­ση ενός αγα­πη­μέ­νου προσώπου.

Ήσυ­χα, χαι­ρέ­τη­σα κι εγώ μια άλλη αθώα ανυπακοή.
Το ψηλα­φί­σι­μο μπα­στού­νι ενός ηλι­κιω­μέ­νου άνδρα κατήγ­γει­λε την ευθραυ­στό­τη­τα των βημά­των του. Στην αντί­θε­τη κατεύ­θυν­ση περ­πα­τού­σαν δύο πιτσι­ρί­κια, με στο­λές, σακί­δια και κασκόλ. “Στά­σου λίγο, παπ­πού, μην περά­σεις”, είπε το κορί­τσι. “Έρχε­ται ποδή­λα­το”, είπε εκεί­νος που έμοια­ζε να είναι αδερ­φός του.
Τον πήραν ο καθέ­νας από το μπρά­τσο. “Έλα, πρό­σε­χε. Πας μακριά”;
“Μα θα αργή­σου­μεν!” προει­δο­ποί­η­σε ένας άλλος συμ­μα­θη­τής. “Δεν πει­ρά­ζει, θα γυρί­σου­με σύντο­μα. _Πες το στην κυρία”…

Με την ανα­πό­φευ­κτη ανά­μνη­ση της 28ης Γενά­ρη, ο μήνας επι­στρέ­φει αυτά τα επει­σό­δια ανα­κου­φι­στι­κά, επι­βε­βαιώ­σεις ότι ορι­σμέ­νοι θάνα­τοι είναι θάνα­τοι τυπι­κά, ότι ορι­σμέ­νες μετεν­σαρ­κώ­σεις είναι πραγ­μα­τι­κές, και, στην προ­κει­μέ­νη περί­πτω­ση, πολ­λα­πλές, ανε­ξά­ντλη­τες και ενά­ρε­τες, επει­δή το άτο­μο έσπει­ρε με τη δική του ζωή, που ήταν μια πρά­ξη καλο­σύ­νης. Η Κού­βα χρειά­ζε­ται αυτή τη γλυ­κύ­τη­τα του Martí, που συν­δυά­ζε­ται με την αυστη­ρό­τη­τα της καθη­με­ρι­νής δου­λειάς, με γεγο­νό­τα που απο­φεύ­γουν την επί­μο­νη επα­νά­λη­ψη –ενί­ο­τε κού­φια και απλοϊ­κή– φρά­σε­ων που μερι­κές φορές, ελά­χι­στα ή καθό­λου, ταιριάζουν.

Ο καλύ­τε­ρος τρό­πος να πεις είναι να κάνεις”, μας υπεν­θυ­μί­ζει ο Δάσκα­λος. Τα λόγια του πρέ­πει να συνε­χί­σουν να δρουν, με πρά­ξεις περισ­σό­τε­ρο παρά με λόγια, ασφα­λή από ταπει­νω­τι­κά συν­θή­μα­τα και “ενσω­μα­τω­μέ­να στον αγώ­να μας”, όπως συνέ­στη­σε ο Τσε.

Η αντι­με­τώ­πι­ση των τωρι­νών και των μελ­λο­ντι­κών περιο­ρι­σμών απαι­τεί, διαυ­γή, ευγε­νή, γεν­ναιό­δω­ρο, ειλι­κρι­νή, Ήρωα του Dos Ríos να χτυ­πά me την αισιο­δο­ξία του σε κάθε κου­βα­νέ­ζι­κο μυα­λό και καρ­διά. Περισ­σό­τε­ρο από κανο­νι­σμούς και καθε­στη­κυία τάξη, πολύ περισ­σό­τε­ρο από επί­ση­μες υπο­χρε­ώ­σεις, θα είναι οι ανθρώ­πι­νες αρε­τές που θα μας φέρουν στο φως και, ευτυ­χώς, έχου­με μια πηγή και φάρο: τον José Martí.
Ούτε οι άπια­στες φιγού­ρες ούτε οι μιμη­τι­κές συμπε­ρι­φο­ρές θα βρουν χώρο εκεί, όπου η ηθι­κή του Martí φλέ­γε­ται προ­λη­πτι­κά, ζυμώ­νο­ντας και απο­κα­θι­στώ­ντας το ευαί­σθη­το και το ανθρώ­πι­νο, χωρίς να δίνει σημα­σία σε στά­τους, ηλι­κί­ες, συν­θή­κες, θέσεις ή θέσεις εργα­σί­ας. Ένα άλλο δεν είναι ο θρε­πτι­κός χυμός που προσ­διό­ρι­σε ο Φιντέλ για να “χει­ρα­φε­τή­σου­με τον εαυ­τό μας μόνοι μας και με τις δικές μας προ­σπά­θειες”.

Για μια χώρα σε ακού­ρα­στη επα­γρύ­πνη­ση ενά­ντια σε απει­λές από το εξω­τε­ρι­κό και το εσω­τε­ρι­κό, κάθε επί­θε­ση ενά­ντια σε αναί­σθη­τες συμπε­ρι­φο­ρές χαμαι­λέ­ο­ντα είναι πρέ­που­σα. Αλλά αν εμφα­νι­στούν σημά­δια από αυτά τα μικρό­βια, θα υπάρ­χει πάντα μια εξέ­γερ­ση, στυλ Alexa _ εννιά χρονών.

José Martí — La Rosa Blanca

ℹ️  σσ. Το συγκε­κρι­μέ­νο, ανέ­βη­κε στο προ­σω­πι­κό μου προ­φίλ του FaceBook
από το πρω­τό­τυ­πο (με links κλπ)
🔘 Και μετά από 2λ άρχι­σαν πάλι τα ΟΡΓΑΝΑ

🔘 Στο­χο­ποί­η­ση για πολ­λο­στή φορά του 🇨🇺 νησιού της επα­νά­στα­σης _με τίπο­τε το τόσο “επα­να­στα­τι­κό” απλά ένα αφιέ­ρω­μα στον εθνι­κό τους ήρωα José Martí _  Ο Χοσέ Μαρ­τί της φωτιάς και οδη­γός προς τον Ήλιο

      Αφαιρέσαμε το περιεχόμενό σας

  • Για­τί συνέ­βη αυτό;
  • Φαί­νε­ται ότι προ­σπα­θή­σα­τε να συλ­λέ­ξε­τε ευαί­σθη­τα δεδο­μέ­να ή ότι κοι­νο­ποι­ή­σα­τε κακό­βου­λο λογισμικό.
  • Δεν μπο­ρού­με να εμφα­νί­σου­με αυτό το περιεχόμενο
  • Το περιε­χό­με­νό σας παρα­βιά­ζει τους Όρους της κοι­νό­τη­τας σχε­τι­κά με την κυβερνοασφάλεια.
  • Τι πρέ­πει να γνωρίζετε
  • Έχε­τε 179 ακό­μη ημέ­ρες για να ζητή­σε­τε να γίνει επανέλεγχος…

Παλαι­στί­νη “μια κου­βα­νι­κή υπό­θε­ση” δια­μη­νύ­ουν από το νησί της επανάστασης

Νέα διπλω­μα­τι­κή προ­σπά­θεια της Κού­βας: επεί­γου­σα απο­στο­λή από το Κίνη­μα των Αδε­σμεύ­των διε­θνούς δύνα­μης προ­στα­σί­ας στη Λωρί­δα της Γάζας

Η Κού­βα στα­θε­ρά στη σωστή πλευ­ρά της ιστο­ρί­ας _ στο πλευ­ρό της Παλαιστίνης

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο