Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ψυχοκόρες — Παγιδευμένοι & CIA + Κάνε ότι κοιμάσαι ΙΙ σημειώσατε _1_

Η μάχη των μαχών στην τηλε­ό­ρα­ση, στα πλαί­σια κέρ­δους ψηγ­μά­των τηλε­θέ­α­σης (και χρή­μα­τος _βεβαίως – βεβαί­ως) και σε βάρος της ποιότητας

“Παγι­δευ­μέ­νοι” με καλούς συντε­λε­στές και αφέ­λεια στη γρα­φή _τρέχει καλά στο imdb
Στους πρω­τα­γω­νι­στι­κούς ρόλους 
ο Μιχά­λης Λεβε­ντο­γιάν­νης (Δημή­τρης Μαρ­κέ­τος) και η Μάρ­θα Λαμπί­ρη – Φεντό­ρουφ (Άννα Ροδί­τη) + Κίμω­νας Κου­ρής, Ταμίλ­λα Κου­λί­ε­βα, Πέτρος Λαγού­της, Ιωάν­να Τρια­ντα­φυλ­λί­δου, Σταύ­ρος Τσου­μά­νης, Σόλω­νας Τσού­νης, Μαρία Μαρα­γκού, Δημή­τρης Πίτσος, Αλί­κη Κακο­λύ­ρη, Παύ­λος Πιέρ­ρος, Γεωρ­γία Ματσού­κα, Εβε­λί­να Γουρ­νά, Κωστής Ραμπα­βί­λας +Στά­θης Στα­μου­λα­κά­τος ⬇️ ⤵️

Μέρα Θεά­τρου με “Ξυρι­σμέ­να Πηγούνια”

Γρά­φει ο \\ Αστέ­ρης Αλα­μπής _Μίδας

  • Στον ρόλο του Σπύ­ρου Μαρ­κέ­του, ο Παύ­λος Ορκόπουλος
  • Στον ρόλο του Γερά­σι­μου Μαρ­κέ­του, ο Στέ­φα­νος Κυριακίδης
  • Στον ρόλο της Ειρή­νης Ροδί­τη, η Ντί­να Μιχαηλίδου
  • Στον ρόλο της Χρύ­σας Ροδί­τη, η Σοφία Φαραζή

Στον Β’ κύκλοΓιού­λη Γεωρ­γα­κο­πού­λου, Θοδω­ρής Θεο­δω­ρα­κό­που­λος, Λάμπρος Κωστα­ντέ­ας, Δημή­τρης Λιό­λιος, Πανα­γιώ­της Μαρ­γέ­της, Γιάν­να Παπα­γε­ωρ­γί­ου και ο Γιωρ­γής Τσα­μπου­ρά­κης. Μαζί τους και ο Τάσος Χαλκιάς.

H σει­ρά βασί­ζε­ται στο τούρ­κι­κο format «Yargi» 8,3\10 στο imdb !! των Kerem Catay (δημιουρ­γός-σκη­νο­θέ­της) και Sema Ergenekon (πρω­τό­τυ­πο σενά­ριο), παρα­γω­γής Ay Yapim _Διανέμεται από την Madd.

Πρό­σω­πα, ονό­μα­τα και κατα­στά­σεις είναι φαντα­στι­κά αλλά οποια­δή­πο­τε ομοιό­τη­τα δεν είναι συμ­πτω­μα­τι­κή και αντα­πο­κρί­νε­ται στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα _ This is a work of fiction. Names, characters, places and incidents either are products of the author’s imagination but are’n’t used fictitiously. Any resemblance to actual events or locales or persons, living or dead, is entirely real 

Το «Κάνε ότι κοι­μά­σαι ΙΙ» ολο­κλη­ρώ­νε­ται στην ΕΡΤ1 και η τελι­κή ανα­μέ­τρη­ση με το κακό έρχε­ται με νέο μακε­λειό, μετά το fenomenon “Κάνε ότι Κ#ιμάσαι” Ι _που και πάλι απλά ξεφυλ­λί­σα­με, απλά το αγνο­ή­σα­με _τώρα μακριά από τη δημό­σια εκπαί­δευ­ση παί­ζει σε ιδιω­τι­κό γήπε­δο με μια από τα ίδια _ο Νικό­λας (Καλ­λί­ρης) σε ένα νέο κυνή­γι εγκλη­μα­τιών …Ποιοι θα τα κατα­φέ­ρουν, ποιοι θα αντέ­ξουν την αλή­θεια; Η εγκυ­μο­σύ­νη της Πέρ­σας την φέρ­νει πιο κοντά με τον Νικό­λα, ο οποί­ος ανη­συ­χεί για τις πιθα­νές επι­πλο­κές. Η Αμά­ντα προ­σπα­θεί να κατα­λά­βει για ποιο λόγο πραγ­μα­τι­κά ο παλιός τους συμ­μα­θη­τής απο­φεύ­γει τον Λάμπη και την ίδια, και ανα­ρω­τιέ­ται μήπως ο λόγος που δεν επέ­στρε­ψε ποτέ στο σχο­λείο, είναι κάποιος άλλος από τις κατη­γο­ρί­ες για τα ναρκωτικά.
Ο Ίσσα­ρης προ­σπα­θεί να πεί­σει την Άννα για τα κίνη­τρα του Δαμα­σκη­νού να της ανοί­ξει τα χαρ­τιά του. Επι­μέ­νει ότι η οικο­νο­μι­κή του δρα­στη­ριό­τη­τα με τον πρώ­ην σύζυ­γο της Καμ­βύ­ση τον κάνει πολύ πιο ευά­λω­το από οτι­δή­πο­τε άλλο. Τώρα πια γνω­ρί­ζουν ότι ο Δαμα­σκη­νός ευθύ­νε­ται για το ατύ­χη­μα του δικη­γό­ρου του και τον θάνα­το του μπο­ξέρ που επι­τέ­θη­κε στον μαθη­τή του Κολ­λε­γί­ου. Ο Ίσσα­ρης με την Άννα συγκρού­ο­νται, κατη­γο­ρώ­ντας τον κι εκεί­νη με τη σει­ρά της ότι αντι­με­τω­πί­ζει την Καμ­βύ­ση ως θύμα.
Ποιος χακά­ρει τον βοη­θό του Φλω­ρή και ποιοι τον παγι­δεύ­ουν; Τι αρχί­ζει να θυμά­ται ο Λάμπης από την προη­γού­με­νη τελε­τή απο­νο­μής των υπο­τρο­φιών για τον συμ­μα­θη­τή του κι εκεί­νον; Ο Ίκα­ρος ανα­λαμ­βά­νει να βοη­θή­σει τον Σταύ­ρο στο σχέ­διό του για να τιμω­ρη­θεί ο Φλω­ρής. Τι αρχί­ζει να υπο­πτεύ­ε­ται ο Ίσσα­ρης για την Καμ­βύ­ση; Ο Χρή­στος απο­λύ­ε­ται από το Αλε­ξαν­δρι­νό και η Άννα απο­κα­λύ­πτει στον Νικό­λα το ραντε­βού της κόρης του με τον Δαμα­σκη­νό, οδη­γώ­ντας τη σχέ­ση τους στα άκρα. Τι θα κατα­θέ­σει ο βοη­θός του Φλω­ρή; Για­τί πάει ο Ίκα­ρος να απει­λή­σει τον Δαμασκηνό;
Έχει η Αστυ­νο­μία τα στοι­χεία που χρειά­ζε­ται για τη δίω­ξη του Δαμα­σκη­νού; Τι προ­κύ­πτει από την έρευ­να του οικο­νο­μι­κού εισαγ­γε­λέα σε βάρος του πρώ­ην συζύ­γου της Καμ­βύ­ση; Με αφορ­μή την τελε­τή απο­νο­μής των υπο­τρο­φιών του Ιδρύ­μα­τος Δαμα­σκη­νού, η κατά­στα­ση θα ξεφύ­γει εκτός ελέγ­χου. Τι θα συμ­βεί όταν θα πλη­σιά­σει ερω­τι­κά τη Νάσια; Ποιο μαθη­τή θα βοη­θή­σει ο Χρή­στος να εισβά­λει στο σπί­τι; Ο Λάμπης θυμά­ται ακρι­βώς τι συνέ­βη στην περ­σι­νή διορ­γά­νω­ση και ο Νικό­λας προ­σπα­θεί να τον προ­στα­τέ­ψει. Θα κατα­φέ­ρουν να τα βάλουν με τον Δαμα­σκη­νό και να τον παγι­δεύ­σουν; Ποιος θα νική­σει στην τελι­κή ανα­μέ­τρη­ση με το κακό; Όλα αυτά και πολ­λά ακό­μη ανα­ντάν παπα­ντάμ _anadan babadan (επί το ελλη­νι­κό­τε­ρο κατά μάνα κατά κύρη κατά γιο και θυγα­τέ­ρα _κάποιοι το λένε “κατά κόρη” …λάθος)

Το fenomenon “Κάνε ότι Κ#ιμάσαι”

Τα τελευ­ταία επει­σό­δια της αστυ­νο­μι­κής σει­ράς της ΕΡΤ1 θα προ­βλη­θούν την Μ.Δευτέρα και τη Μ.Τρίτη 30

“Ψυχοκόρες”
Γυναικεία χειραφέτηση και  τηλεοπτικό χάρμα οφθαλμών

Το εύρη­μα βασι­σμέ­νο σε αλη­θι­νή ιστο­ρία; _έτσι φαί­νε­ται: σε χιλιά­δες αλη­θι­νές ιστο­ρί­ες να πού­με καλύ­τε­ρα. Χιλιά­δες κορί­τσια, τη δεκα­ε­τία του ’50 και του ’60 που ήρθαν από τα χωριά τους στην Αθή­να, άπο­ρες ή άτυ­χες, με την υπό­σχε­ση μιας καλύ­τε­ρης ζωής, ότι τα μεγα­λο­α­στι­κά σπί­τια όπου πήγαι­ναν για να δου­λέ­ψουν θα τις φυλού­σαν, θα τις σπού­δα­ζαν, θα τις προί­κι­ζαν, θα τις πάντρευαν. Λίγες φορές αυτό συνέ­βη, τις περισ­σό­τε­ρες κακο­ποι­ή­θη­καν φρι­κτά, εμβλη­μα­τι­κή ψυχο­κό­ρη η Σπυ­ρι­δού­λα. Από αυτό το βαρύ ιστο­ρι­κό κεφά­λαιο εμπνέ­ε­ται η σει­ρά, γραμ­μέ­νη από την Πέν­νυ Φυλα­κτά­κη (καλύ­τε­ρη εδώ απ’ ό,τι στο «Λού­γκερ») και τον Βαγ­γέ­λη Νάση (με προ­ϋ­πη­ρε­σία στο «Ταγκό των Χρι­στου­γέν­νων», το «Σώσε με» και τις «Άγριες Μέλισ­σες») και σκη­νο­θε­τη­μέ­νη με μια ωραία, γορ­γή ροή από τον Μιχα­ήλ Χαρα­λα­μπί­δη, φωτι­σμέ­νη με τη χαρα­κτη­ρι­στι­κή «πολυ­τέ­λεια» του Γιάν­νη Φώτου — και κατα­πιά­νε­ται με τέσ­σε­ρις αδελ­φές, από την επαρ­χία, που απει­λού­νται, κιν­δυ­νεύ­ουν, προ­στα­τεύ­ουν η μία την άλλη, βιώ­νουν πάθη, πόθους, βία και απώ­λεια, όσο η Ελλά­δα αλλά­ζει, ή μένει σκλη­ρά η ίδια.

σσ. (θα το θυμού­νται ίσως οι παλιότεροι)
Το καλο­καί­ρι του 1953 η μικρή Σπυ­ρι­δού­λα, αφή­νει το πατρι­κό της _η οικο­γέ­νεια της φτω­χοί βιο­πα­λαι­στές, που με δυσκο­λία μπο­ρού­σαν να θρέ­ψουν τα παι­διά τους και ξεκι­νά­ει για ένα καλύ­τε­ρο μέλ­λον στη πρω­τεύ­ου­σα, στο κλει­νόν άστυ και γίνε­ται η «δού­λα των Αθη­νών»: Έτσι, αρχί­ζει να εργά­ζε­ται σε ηλι­κία 12 ετών, ως οικια­κή βοη­θός στο σπί­τι των γόνων της αστι­κής τάξης Βεϊ­ζα­δέ, όπου της φέρο­νταν σκλη­ρά κι απάν­θρω­πα. Εργα­ζό­ταν, όλη μέρα, χωρίς δικαί­ω­μα ξεκού­ρα­σης, υπο­σι­τι­ζό­ταν και δεχό­ταν σωμα­τι­κή και ψυχο­λο­γι­κή βία καθη­με­ρι­νά, ώσπου ήρθε …
Η ιστο­ρία φρί­κης _η νύχτα που σιδέ­ρω­σαν την Σπυ­ρι­δού­λα και όταν ανα­γκά­στη­καν _μισοπεθαμένη, να τη μετα­φέ­ρουν στο νοσο­κο­μείο, τα κτή­νη ισχυ­ρί­στη­καν πως έπε­σε καυ­τό νερό πάνω στο νεα­ρό κορί­τσι, και πως ήταν συγκλο­νι­σμέ­νοι με το ατύχημα
Το βρά­δυ της 31ης  Ιου­λί­ου του 1955, όταν ο δήθεν ευυ­πό­λη­πτος υπάλ­λη­λος τρα­πέ­ζης (απο­δεί­χθη­κε πως ήταν τοκο­γλύ­φος και δια­τη­ρού­σε σχέ­σεις με τη Τρού­μπα), έχα­σε 50$ και κατη­γό­ρη­σε τη μικρή Σπυ­ρι­δού­λα πως τα έκλε­ψε. Ξεκί­νη­σαν με ξυλο­δαρ­μούς, την έδε­σαν ώστε να ομο­λο­γή­σει ένα έγκλη­μα που δεν έκα­νε. Όμως η δια­στρο­φή τους δεν στα­μά­τη­σε εκεί. Με ένα ηλε­κτρι­κό σίδε­ρο την έκα­ψαν σε ολό­κλη­ρο το κορ­μί της και το πρό­σω­πό της. Όσοι ζήσα­νε τη δίκη, δεν μπο­ρούν να ξεχά­σουν τη μαρ­τυ­ρία της μικρής, ενώ το ζεύ­γος Βεϊ­ζα­δέ, κατα­δι­κά­στη­κε μόλις σε 5 χρό­νια _ από το ταξι­κό αστι­κό δικα­στή­ριο λόγω πρό­τε­ρου εντί­μου βίου. Ο κόσμος προ­σπά­θη­σε να τους λιν­τσά­ρει ανε­πι­τυ­χώς. Η Σπυ­ρι­δού­λα νοση­λεύ­τη­κε, δεχό­με­νη την αγά­πη από κόσμο που δεν γνώ­ρι­ζε. Τα σωμα­τι­κά της τραύ­μα­τα επου­λώ­θη­καν αργά, τα ψυχι­κά τραύ­μα­τα της ποτέ. Δέχτη­κε την αγά­πη του κόσμου απλό­χε­ρα, λίγο αργά βέβαια, συγκε­ντρώ­θη­καν χρή­μα­τα, πολ­λά για την επο­χή, δέχτη­κε προ­τά­σεις γάμου, την επι­σκέ­φθη­καν μέχρι κι ο πρω­θυ­πουρ­γός, εκπρό­σω­ποι του καλ­λι­τε­χνι­κού χώρου, φυσι­κά και του παπα­δα­ριού. Τη ζήτη­σαν να πρω­τα­γω­νι­στή­σει σε ται­νία, ενέ­πνευ­σε το Παύ­λο Σιδη­ρό­που­λο να βαφτί­σει το συγκρό­τη­μά του. Έγι­νε _τότε σύμ­βο­λο της βιο­πά­λης και του αγώ­να κατά της κακοποίησης.
Στην πορεία βέβαια νέες _επικαιροποιημένες “Σπυ­ρι­δού­λες” βλ. σεξουα­λι­κή κακο­ποί­η­ση της 12χρονης από τα Σεπόλια.

Ξανα­γυρ­νά­με στις “Ψυχο­κό­ρες”,

Σύμ­φω­να με τον Τρια­ντα­φυλ­λί­δη _Πύλη στην ελλη­νι­κή γλώσ­σα ψυχο­κό­ρη < ψυχο+κόρη _ψυχοκόρη _θηλυκό 1. η θετή, υιο­θε­τη­μέ­νη κόρη \ ανα­θρε­φτή _ 2. το ψυχο­παί­δι \ παρα­κό­ρη \ ψυχο­παί­δα \ ψυχο­παί­δι (κορί­τσι)

Σύγκρια

Η λέξη ανα­φέ­ρε­ται σε παλαιό εθι­μι­κό θεσμό στην Μάνη, αλλά και αλλού κατά τον οποίο ένας παντρε­μέ­νος παράλ­λη­λα με τη νόμι­μη σύζυ­γό του μπο­ρού­σε να συζεί και με δεύ­τε­ρη σύντρο­φο “κυρί­ως με σκο­πό την γέν­νη­ση άρρε­νος απο­γό­νου” _δλδ να την βιά­ζει κατά βού­λη­ση, έτσι “σύγκρια” λεγό­ταν αυτή η δεύ­τε­ρη “μη νόμι­μη” σύντρο­φος, ενώ «σύγκριες» λέγο­νταν από κοι­νού οι δύο γυναί­κες, σύζυ­γος και σύντρο­φος. Λεγό­ταν επί­σης και συγκόρ­μι­σα. Η λέξη σύγκρια χρη­σι­μο­ποιεί­ται και σε άλλες περιο­χές της Ελλά­δος με δια­φο­ρε­τι­κή σημα­σία, όπως “μοι­χευό­με­νη σύζυ­γος”, γυναί­κα που συζεί με ερα­στή της· επί­σης “σύγκριες” καλού­νται οι σύζυ­γοι δύο αδελ­φών (συνυ­φά­δες) κ.ά. Στη Μάνη λεγό­ταν επί­σης σύγκρια η δεύ­τε­ρη σύζυ­γος μετά τον θάνα­το της πρώ­της. Η πλέ­ον απο­δε­κτή ετυ­μο­λο­γι­κή άπο­ψη είναι εκ του συν+κυρά/κυρία. Το έθι­μο ίσχυε από άγνω­στη επο­χή μέχρι περί­που τα τέλη του 19ου αιώ­να. Σύγκριες και παι­διά γεν­νη­μέ­να από αυτές ζού­σαν και στον 20ό αιώ­να, οπό­τε το “έθι­μο” εξέ­λει­ψε λόγω των κοι­νω­νι­κών αλλα­γών στην περιο­χή. Εφαρ­μο­ζό­ταν από τους Μανιά­τες της ανώ­τε­ρης κοι­νω­νι­κής και οικο­νο­μι­κής τάξης, τους λεγό­με­νους «νικλιά­νους», ενώ οι φτω­χό­τε­ροι, οι λεγό­με­νοι «φαμέ­γοι» σπά­νια το εφάρ­μο­ζαν, κυρί­ως για­τί δεν συνέ­τρε­χαν οι οικο­νο­μι­κοί και κοι­νω­νι­κοί λόγοι.
Σκο­πός της σύγκριας ήταν η γέν­νη­ση αρσε­νι­κού τέκνου, ώστε να υπάρ­χει διά­δο­χος του πατέ­ρα και κλη­ρο­νό­μος της περιου­σί­ας, αλλά και για λόγους κοι­νω­νι­κής εκτί­μη­σης και ισχύ­ος, ή γενι­κώς για την από­κτη­ση παι­διών στην περί­πτω­ση που η σύζυ­γος ήταν άτε­κνη. Μεγά­λος αριθ­μός αρρέ­νων σε μια οικο­γέ­νεια (πολ­λά «του­φέ­κια») συνε­πα­γό­ταν πολι­τι­κή και οικο­νο­μι­κή ισχύ, ενώ δια­τη­ρού­σε το πατρι­κό σπί­τι (συχνά πύρ­γο) στην οικο­γέ­νεια. Η σύγκρια προ­ερ­χό­ταν από κατώ­τε­ρες τάξεις για­τί εθε­ω­ρεί­το υπο­τι­μη­τι­κός ρόλος και συχνά ζού­σε υπό μειο­νε­κτι­κές συν­θή­κες. Η σύνα­ψη αυτής της σχέ­σης γινό­ταν μέσω είδους συμπε­θε­ριού και άρχι­ζε γενι­κώς χωρίς κάποια τελε­τή και σιω­πη­ρά. Αρχι­κά, και έως ότου απο­κτή­σει αρσε­νι­κό παι­δί, ζού­σε στο σπί­τι του άνδρα ως είδος ψυχο­κό­ρης με μειω­μέ­να δικαιώ­μα­τα. Όταν γεν­νιό­ταν παι­δί αυτό ανα­κοι­νώ­νο­νταν με πανη­γυ­ρι­σμούς και ο ρόλος της σύγκριας ανα­βαθ­μι­ζό­ταν. Με τη νόμι­μη σύζυ­γο ανα­πτύσ­σο­νταν άλλο­τε σχέ­σεις ζήλιας και εχθρό­τη­τας και άλλο­τε καλές σχέ­σεις συνερ­γα­σί­ας. Ανα­φέ­ρο­νται περι­πτώ­σεις που σύγκριες (νόμι­μη σύζυ­γος και σύγκρια) μετά το θάνα­το του ανδρός ζού­σαν μαζί αλλη­λο­βοη­θού­με­νες. Η Εκκλη­σία απο­δο­κί­μα­ζε _φαρισαϊκά τον θεσμό, αλλά ότι σε κάποιες περι­πτώ­σεις ιερείς ανα­γκά­ζο­νταν να ευλο­γή­σουν τη σύνα­ψη τέτοιας σχέ­σης, είτε λόγω αμοι­βής είτε υπο­κύ­πτο­ντας στη βού­λη­ση ισχυ­ρών οικο­γε­νειών. Ανα­φο­ρά του επι­σκό­που Γυθεί­ου Ιωσήφ προς την Ιερά Σύνο­δο το 1864 ανα­φέ­ρει το έθι­μο: συνη­θί­ζου­σί τινες ἐνταύ­θα, … καὶ παρα­λαμ­βά­νου­σι καὶ δευ­τέ­ρας γυναί­κας ἔπει­τα εἰς τὰς οἰκί­ας των, τῇ συγκα­τα­θέ­σει καὶ τῶν γονέ­ων ἀμφο­τέ­ρων αὐτῶν καὶ τῶν λοι­πῶν συγ­γε­νῶν των, τῇ συγκα­τα­θέ­σει δε ἑνί­ο­τε καὶ αὐτῶν τῶν νομί­μων γυναι­κῶν αὐτῶν, διὰ τῆς βίας ἤ καὶ ἐκου­σί­ως καὶ αὐτῶν ἐν τῇ ἀπελ­πι­σίᾳ των καὶ οὔτω συνοι­κού­σιν αὐτοὶ καὶ μετ’ αὐτῶν καὶ συζῶσιν ὡς ἀνῆρ καὶ γυνὴ παρα­νό­μως. Ἐὰν ὅμως εὐρί­σκου­σι καὶ ἱερέα τινὰ καὶ τοὺς εὐλο­γῇ καὶ αὐτὸς εἰς γάμου κοι­νω­νί­αν κρυ­φί­ως καὶ ἐν παρα­βύ­στῳ, τοῦτο δὲν εἶναι δυνα­τὸν ποτὲ καὶ νὰ ἀπο­δει­χθῇ καὶ νὰ βεβαιω­θῇ ἐντα­ῦθα
Από τα μέσα του 19ου αιώ­να ο θεσμός άρχι­σε να φθί­νει καθώς χάθη­καν τα στρα­τιω­τι­κά ήθη της Μάνης, οι ηγέ­τες των μεγά­λων οικο­γε­νειών δεν είχαν πλέ­ον εξου­σί­ες, οι νέοι μετα­νά­στευ­σαν προς τις πόλεις και το εξω­τε­ρι­κό, ενώ βελ­τιώ­θη­κε η θέση της γυναί­κας στην κοι­νω­νία. Τότε μερι­κοί, ακό­μα και όταν είχαν αρσε­νι­κά παι­διά, εκμε­ταλ­λεύ­ο­νταν τον θεσμό μόνο για την από­κτη­ση παλ­λα­κί­δας, γεγο­νός που οδή­γη­σε στην δυσφή­μι­ση του εθί­μου. Έτσι ακό­μα και άτε­κνοι το απέ­φευ­γαν για λόγους αξιοπρέπειας.

“Ψυχοκόρες”

Το στό­ρι
Σ’ ένα χωριό της ορει­νής Δρά­μας, ζει η οικο­γέ­νεια Πολύ­ζου. Ο πατέ­ρας τους είναι καλό­βο­λος και τις λατρεύ­ει, η μητέ­ρα εργα­τι­κή και περή­φα­νη. Η πρω­τό­το­κη, η Μαρί­κα, ετοι­μά­ζε­ται να παντρευ­τεί, η δεύ­τε­ρη, η Βασι­λι­κή, πανέ­μορ­φη νεράι­δα, η τρί­τη, η Φρό­σω, το ασχη­μό­πα­πο αλλά ξύπνια και άσσος στο εργό­χει­ρο κι η μικρό­τε­ρη, το Δεσποι­νιό, φιλό­μα­θη κι ατί­θα­ση. Οταν, ωστό­σο, η χωρο­φυ­λα­κή συλ­λά­βει τον πατέ­ρα τους, άδι­κα, για υπο­ψία φιλο­κομ­μου­νι­σμού, η μητέ­ρα τους θα καταρ­ρεύ­σει και θα φύγει απ’ τη ζωή, ο αρρα­βώ­νας της Μαρί­κας θα δια­λυ­θεί κι οι τέσ­σε­ρις θα μεί­νουν χει­ρό­τε­ρα κι απ’ ορφα­νές. Η προ­ξε­νή­τρα της περιο­χής θα τις στεί­λει ψυχο­κό­ρες, υπο­τί­θε­ται στην Αθή­να, υπο­τί­θε­ται σε καλό σπί­τι, υπο­τί­θε­ται όλες μαζί (αυτά στο πρώ­το επει­σό­διο). Τίπο­τε απ’ αυτά δεν θα συμ­βεί (όπως βλέ­που­με στο δεύ­τε­ρο επει­σό­διο): τα κορί­τσια θα χωρι­στούν, Μαρί­κα και Βασι­λι­κή θα μπουν υπη­ρέ­τριες στο σπί­τι του βιο­μη­χά­νου Κοσμά Κοτρώ­τση και της γυναί­κας του, Νέλ­λας, έτοι­μης για βίαια ξεσπά­σμα­τα. Το Δεσποι­νιό θα μπει στο σπι­τι­κό του πολι­τι­κού Ευάγ­γε­λου Αρδί­τη, καλε­σμέ­νο από την ακτι­βί­στρια για τα δικαιώ­μα­τα της γυναί­κας κόρη του, Μάγια (Πρό­ε­δρο της Επι­τρο­πής Συνερ­γα­ζό­με­νων Σωμα­τεί­ων για τα δικαιώ­μα­τα των γυναι­κών, no less), με εύκο­λο τον ανθρω­πι­σμό των προ­νο­μιού­χων. Κι η Φρό­σω θα κατα­λή­ξει σ’ ένα υπο­στα­τι­κό στην Τρί­πο­λη, στον Ηλία και την Ευαν­θία Νάτση, που την προ­ο­ρί­ζουν για παρέν­θε­τη μητέ­ρα του παι­διού που δεν μπο­ρούν να κάνουν — προ­φα­νώς όχι με τη συγκα­τά­θε­σή της.

Ρόλοι και ηθοποιοί
Τέσ­σε­ρις νέες ηθο­ποιοί έτοι­μες ν’ ανα­κα­λυ­φθούν. Γνω­στό­τε­ρη η Μαριάν­να Κιμού­λη ως πρω­τό­το­κη Μαρί­κα, με το γαλά­ζιο βλέμ­μα, το συγκρα­τη­μέ­νο συναι­σθη­μα­τι­σμό της ευθύ­νης, το πρό­σω­πο λες φτιαγ­μέ­νο για ρετρό ται­νί­ες και σει­ρές. Η Μαρ­γα­ρί­τα Αλε­ξιά­δη ως Βασι­λι­κή δεν έχει δεί­ξει ακό­μα τις ικα­νό­τη­τές της, αλλά είναι λεπτε­πί­λε­πτα όμορ­φη κι η σκη­νή της, με την κανά­τα, σε σαστί­ζει όσο κι εκεί­νη. Η Αννα Λουι­ζί­δη, η κεντρί­στρα Φρό­σω, κερ­δί­ζει αμέ­σως τηλε­ο­πτι­κή αγά­πη με τη φυσι­κό­τη­τα και την πυγ­μή της. Κι η Μένια Βου­λιώ­τη, το Δεσποι­νιό, μπο­ρεί να υπερ­προ­σπα­θεί κατά στιγ­μές στη δρα­μα­τι­κό­τη­τα, αλλά είναι και μαγνη­τι­κή με την άγρια ομορ­φιά της (θυμά­στε μήπως τη μικρό­τε­ρη κόρη Σίμπιλ του «Downton Abbey»; Λίγο έτσι.) Γύρω τους μια άξια «οικο­γέ­νεια». Ο Μανώ­λης Μαυ­ρομ­μα­τά­κης ιδα­νι­κός αφε­λής αγα­πη­σιά­ρης μπα­μπάς που θεω­ρού­με ότι θα επα­νεμ­φα­νι­στεί κάπο­τε. Στα σπί­τια των «πλου­σί­ων», μαγεία. Ο Αλέ­ξαν­δρος Αντω­νό­που­λος είναι χαρά οφθαλ­μών με τι σιδε­ρέ­νιο βλέμ­μα του, η Γιού­λι­κα Σκα­φι­δά (που, λόγω καθυ­στέ­ρη­σης των άλλων σει­ρών να προ­βλη­θούν, εμφα­νί­ζε­ται φέτος και στην «Παρα­λία» και στο «Milky Way»), ως σου­φρα­ζέ­τα Μάγια με androgyne look και κοντό ξαν­θό μαλ­λί (μάλ­λον υπερ-νεω­τε­ρι­σμός αυτό) έχει την τέλεια ισορ­ρο­πία ενο­χι­κής υπε­ρο­ψί­ας και καλω­σύ­νης, ο Οδυσ­σέ­ας Παπα­σπη­λιό­που­λος, ο σύζυ­γός της, Παύ­λος, δια­νο­ού­με­νος που ξημε­ρο­βρα­διά­ζε­ται στο πατά­ρι του Λου­μί­δη, κρύ­βει μοχθη­ρία κάτω από τον Λει­βα­δί­τη που απαγ­γέλ­λει κι η κατω­τε­ρό­τη­τα που νιώ­θει μάλ­λον θα πέσει σαν ράπι­σμα στο Δεσποι­νιό. Οι Τρι­πο­λι­τσιώ­τες λάμπουν, η Μαρί­να Ασλά­νο­γλου / Ευαν­θία κι ο Χρή­στος Μαλά­κης / Ηλί­ας Νάτσης, αφή­νο­ντας μόνο ένα λεπτό πέπλο σαδι­σμού να φανεί κάτω από τα χαμό­γε­λά τους, εκεί­νη υπο­ταγ­μέ­νη στη βού­λη­ση του αρσε­νι­κού. Αλλά την παρά­στα­ση κλέ­βει, ως τώρα, το σπί­τι των Κοτρώ­τση, με τον Πυγ­μα­λί­ω­να Δαδα­κα­ρί­δη να μην έχει δεί­ξει ακό­μα τις προ­θέ­σεις του, αλλά με τη Δήμη­τρα Ματσού­κα ως «ιδιόρ­ρυθ­μη» Νέλ­λα, με το πρό­σω­πο ακί­νη­το σαν κέρι­νο αλλά με τα μάτια της τόσο εκφρα­στι­κά όσο πάντα, να δίνει μια μίνι-παρά­στα­ση υπέρ­τα­του camp που σ’ αφή­νει να θέλεις κι άλλο.

Δεξιό­τη­τες κι αδε­ξιό­τη­τες Από τις δεύ­τε­ρες, λίγες. Υπερ­βο­λι­κά καρι­κα­του­ρί­στι­κη η μαγεί­ρισ­σα στην οικία Κοτρώ­τση, εδώ το «Downton Abbey» θα ήταν καλή ανα­φο­ρά. Ωραιό­τα­το το σκη­νο­γρα­φι­κό / ενδυ­μα­το­λο­γι­κό, ίσως υπερ­βο­λι­κά επι­με­λη­μέ­νο κατά στιγ­μές, αλλά πει­στι­κό στην ανα­πα­ρά­στα­ση της επο­χής. Τόσο πει­στι­κό που οι λεπτο­μέ­ρειες χτυ­πούν ως ανα­λη­θο­φα­νείς, δύσκο­λα το ’50 τα σπί­τια θα είχαν τόσους χρω­μα­τι­στούς τοί­χους, στα σαλό­νια οι κυρί­ες της καλής κοι­νω­νί­ας δεν φορού­σαν τα καπέ­λα τους κι ο Παπα­δια­μά­ντης που πιά­νει στα χέρια του το Δεσποι­νιό είναι πολύ πιο πολυ­και­ρι­σμέ­νος απ’ όσο θα ήταν λογι­κό. Από την άλλη, η χρή­ση της μου­σι­κής (ο Στα­μά­της Στα­μα­τά­κης υπο­γρά­φει την πρω­τό­τυ­πη) είναι ιδιαί­τε­ρα ενδια­φέ­ρου­σα, όχι τόσο στις δυο σεκάνς «μου­σι­κού δια­λείμ­μα­τος» όπου η μελω­δία καλύτ­πει τη βωβή δρά­ση, αλλά στη σύν­δε­ση δια­φο­ρε­τι­κών ειδών, από δημο­τι­κό μέχρι αγγλό­φω­νο στί­χο. Επι­πλέ­ον, χωρίς ιδιαί­τε­ρη χάρη αλλά με συνέ­πεια και αξιο­πρέ­πεια, ναι, η σει­ρά έχει μια «κινη­μα­το­γρα­φι­κή» αισθη­τι­κή, όχι φυσι­κά επει­δή στην παρα­γω­γή συνα­ντά­με τη Feelgood, αλλά επει­δή τολ­μά να κάνει μπό­λι­κα εξω­τε­ρι­κά, κάποια ωραία νυχτε­ρι­νά, καθα­ρά κοντι­νά, πλά­να με μέλη­μα την ικα­νο­ποί­η­ση των ματιών τέλος πάντων. Κυρί­ως, οι «Ψυχο­κό­ρες» μοιά­ζουν ικα­νές να εκπλη­ρώ­σουν τον προ­ο­ρι­σμό τους, να ξανα­βά­λουν στο μυα­λό των mainstream θεα­τών στο σπί­τι, μέσα από μια σει­ρά επο­χής, την ιστο­ρία της γυναι­κεί­ας κατα­πί­ε­σης που ξετυ­λί­χθη­κε όχι στις ειδή­σεις, ούτε στις εφη­με­ρί­δες, αλλά μέσα στα σπί­τια των γονιών και των παπ­πού­δων μας και που σήμε­ρα έχει το δικό της τίμημα.

Συνέ­ντευ­ξη Μαριάν­νας Κιμού­λη και Γιώρ­γου Ζιάκα
για τις «Ψυχο­κό­ρες»:
Δυο νέοι ηθο­ποιοί μας προ­κα­λούν ενθουσιασμό,
με την τέχνη και τη σκέ­ψη τους.

Μαριάν­να Κιμούλη
«Ονει­ρεύ­ο­μαι να μπο­ρώ να ονει­ρευ­τώ ξανά όπως όταν ήμουν μικρή»

Ποιες θεω­ρείς ότι είναι οι αρε­τές της σει­ράς, για σένα, από τη μία ως ηθο­ποιό, ως επαγ­γελ­μα­τία δηλα­δή κι από την άλλη ως θεατή;

Για μένα ένα από τα βασι­κό­τε­ρα στοι­χεία για να δημιουρ­γη­θεί ένα αξιο­πρε­πές καλ­λι­τε­χνι­κό απο­τέ­λε­σμα είναι το να υπάρ­χει χρό­νος. Χρό­νος για πρό­βες και χρό­νος κατά τη διάρ­κεια των γυρι­σμά­των. Στις τηλε­ο­πτι­κές δου­λειές ο χρό­νος συνή­θως είναι αρκε­τά περιο­ρι­σμέ­νος. Λαμ­βά­νο­ντας λοι­πόν πάντα υπό­ψη αυτή τη συν­θή­κη, θεω­ρώ ότι είναι μία πολύ προ­σεγ­μέ­νη και αξιο­πρε­πής δου­λειά για την οποία μπο­ρώ να πω ότι είμαι πολύ περή­φα­νη που συμ­με­τεί­χα. Μου δόθη­κε η ευκαι­ρία να συνερ­γα­στώ με υπέ­ρο­χους καλ­λι­τέ­χνες αλλά κυριό­τε­ρα με υπέ­ρο­χους ανθρώ­πους που νοιά­ζο­νται σε βάθος γι’ αυτό που κάνουν. Είναι πολύ σπά­νιο να περι­τρι­γυ­ρί­ζε­σαι από συνερ­γά­τες που κατα­λα­βαί­νουν τη δια­φο­ρά ανά­με­σα στις έννοιες δου­λειά και εργα­σία. Επί­σης με συγκί­νη­σε απ’ την αρχή ότι το σενά­ριο ανα­φέ­ρε­ται σε τέσ­σε­ρις γυναί­κες, οι οποί­ες παλεύ­ουν να γνω­ρί­σουν τον εαυ­τό τους και να διεκ­δι­κή­σουν την αυτο­νο­μία τους μέσα στον κοι­νω­νι­κό χώρο, σε μία επο­χή που μπο­ρεί να φαί­νε­ται αλλά δεν είναι τόσο μακριά από τη δική μας.

Η ηρω­ί­δα σου, η Μαρί­κα, είναι η «ήρε­μη δύνα­μη» των αδελ­φών Πολύ­ζου, ανα­γκα­σμέ­νη ν’ ανα­λά­βει ευθύ­νες από πολύ μικρή, να φρο­ντί­σει για όλες και για όλα και να παρα­μέ­νει πάσει θυσία αξιο­πρε­πής, ακό­μα και παρα­με­ρί­ζο­ντας τις προ­σω­πι­κές της επι­θυ­μί­ες και όνει­ρα. Πόσο σ’ εκφρά­ζει η ηρω­ί­δα και πώς νιώ­θεις για το ρόλο, θετι­κά στοι­χεία, δυσκο­λί­ες εάν υπήρξαν.

Όταν ζού­με σε μία κοι­νω­νία η οποία μας σπρώ­χνει διαρ­κώς στο να τοπο­θε­τού­με το προ­σω­πι­κό μας συμ­φέ­ρον πάνω απ’ όλα είναι πολύ σημα­ντι­κό να υπάρ­χουν άνθρω­ποι οι οποί­οι αντι­στέ­κο­νται σε αυτό. Τη Μαρί­κα τη χαρα­κτη­ρί­ζει η ακραία γεν­ναιο­δω­ρία της αλλά και το γεγο­νός ότι πάντα προ­σπα­θεί να μπει πρώ­τα στη θέση του άλλου και να κατα­νο­ή­σει τις πρά­ξεις του αντί να τις κρί­νει. Δεν βάζει ποτέ το προ­σω­πι­κό της συμ­φέ­ρον πάνω από το συμ­φέ­ρον των δικών της ανθρώ­πων. Είναι ο άνθρω­πος που λεί­πει από τη σημε­ρι­νή κοι­νω­νία. Είναι μεγά­λη πρό­κλη­ση λοι­πόν όταν συνα­ντιέ­σαι με ένα τέτοιο πρό­σω­πο το οποίο κατέ­χει όλες τις αρε­τές που θα ήθε­λες να έχεις.

Πώς και πότε απο­φά­σι­σες να γίνεις ηθο­ποιός; Έχεις κάνει εξαι­ρε­τι­κές σπου­δές Υπο­κρι­τι­κής — θέλεις να μου πεις την άπο­ψή σου για την κινη­το­ποί­η­ση των ηθο­ποιών το 2023 και τ’ απο­τε­λέ­σμα­τά της;

Ήθε­λα να γίνω ηθο­ποιός από τότε που θυμά­μαι τον εαυ­τό μου. Δυστυ­χώς όμως ζού­με σε μία χώρα όπου η πολι­τι­κή εξου­σία δεν σέβε­ται τον σύγ­χρο­νο πολι­τι­σμό που παρά­γε­ται. Την κινη­το­ποί­η­ση των ηθο­ποιών το 2023 την οφεί­λου­με κυρί­ως στους φοι­τη­τές των δρα­μα­τι­κών σχο­λών. Θέλω να πιστεύω ότι θα κατα­φέ­ρου­με στο μέλ­λον να διεκ­δι­κή­σου­με ως ηθο­ποιοί κάτι ακό­μα πιο σημα­ντι­κό, την επα­να­φο­ρά των συλ­λο­γι­κών συμ­βά­σε­ων στον ιδιω­τι­κό τομέα.

Γιώρ­γος Ζιάκας:
Θέλω να βάζω στον εαυ­τό μου δυσκολίες
και στό­χους να ξεπερ­νά­ει, αλλά βήμα-βήμα.

Τι σε ενέ­πνευ­σε στον χώρο του θεά­μα­τος; Πώς και πότε απο­φά­σι­σες να γίνεις ηθο­ποιός και πόσο σε βοή­θη­σαν οι σπου­δές σου στο Εθνικό;

Όλα ξεκί­νη­σαν όταν ήμουν στην 5η Δημο­τι­κού: μια συμ­μα­θή­τριά μου που ήταν στη θεα­τρι­κή ομά­δα του Δήμου Γέρα­κα ήρθε και μου είπε, έχει φύγει ένα αγό­ρι και χρεια­ζό­μα­στε κάποιον για να καλύ­ψει αυτή τη θέση. Γυρί­ζω σπί­τι, το λέω στη μητέ­ρα μου, εκεί­νη πάντα ενθαρ­ρυ­ντι­κή σε όλα, πάμε και βρί­σκω την Ασπα­σία Τζι­τζι­κά­κη, η οποία είναι η Δασκά­λα μου από τότε. Μπαί­νω μέσα, μου λέει, είσαι ο Γιώρ­γος; Εγώ, πολύ μικρός τότε, την έβλε­πα τερά­στια. Μου λέει, είσαι σίγου­ρος ότι μπο­ρείς να τον κάνεις αυτό το ρόλο; Ήταν η «Πεντά­μορ­φη και το Τέρας» και μου είχε δώσει το ρόλο του Τέρα­τος. Ήταν ένας θία­σος με 12 κορί­τσια κι ένα αγό­ρι, εμέ­να, οπό­τε είχα λίγο θορυ­βη­θεί! Λέω, ναι, θα το κάνω, παίρ­νω το κεί­με­νο, πάω σπί­τι μου, το δια­βά­ζω και κάπως έτσι ξεκί­νη­σε. Τα πρώ­τα δύο χρό­νια, επει­δή ήταν όλο κορί­τσια η ομά­δα, έλε­γα στη μητέ­ρα μου, δεν θέλω να πάω, θέλω να πάω ποδό­σφαι­ρο, μπά­σκετ, αλλά εκεί­νη είχε δει ότι αυτό το πράγ­μα όντως με γέμι­ζε και εκφρα­ζό­μουν πολύ βαθιά. Έβγα­ζα μια πτυ­χή μου που δεν υπήρ­χε άλλος τρό­πος να τη βγά­λω ως τότε. Μέχρι το Λύκειο συνέ­χι­σα να είμαι στην ομά­δα, προ­ε­τοι­μά­στη­κα με την Ασπα­σία, έδω­σα στη Δρα­μα­τι­κή Σχο­λή του Εθνι­κού, ήμουν πολύ απο­φα­σι­σμέ­νος μεν, αλλά με πλή­ρη άγνοια. Δεν φαντα­ζό­μουν ποτέ ότι μπο­ρεί να μπω στη Σχο­λή, ήταν ένα όνει­ρο που τελι­κά πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε κι αυτό με κάνει πάρα πολύ χαρούμενο.

Σε σχέ­ση με τα παρα­πά­νω, θέλεις να μου πεις την άπο­ψή σου για την κινη­το­ποί­η­ση των ηθο­ποιών το 2023 και τ’ απο­τε­λέ­σμα­τά της;

Ελά­χι­στη ανα­προ­σαρ­μο­γή έγι­νε. Κι εγώ συσπει­ρώ­θη­κα μαζί με άλλα άτο­μα και δια­μαρ­τυ­ρή­θη­κα και συμ­με­τεί­χα σε συνε­λεύ­σεις. Το ευτυ­χές σ’ όλο αυτό είναι ότι συσπει­ρώ­θη­κε όλος ο κλά­δος κι όχι μόνο, όλοι οι κλά­δοι των παρα­στα­τι­κών τεχνών. Αλλά, από την αντί­πε­ρα όχθη, δεν πήρα­με τίπο­τα. Ενω­θή­κα­με εμείς, πήγα­με μπρο­στά και βρή­κα­με ένα τοί­χο. Το μόνο θετι­κό είναι πως ξέρου­με ότι την επό­με­νη φορά που θα γίνει κάτι τέτοιο, θα είμα­στε όλοι εκεί. Αλλά η αντι­με­τώ­πι­ση ήταν πολύ απογοητευτική.

«Ψυχο­κό­ρες»: ποιες θεω­ρείς ότι είναι οι αρε­τές της σει­ράς, για σένα, από τη μία ως ηθο­ποιό, ως επαγ­γελ­μα­τία δηλα­δή κι από την άλλη ως θεατή;

Ως συντε­λε­στής, το πρώ­το πράγ­μα που παίρ­νεις στα χέρια σου είναι το σενά­ριο — και το σενά­ριο, από την πρώ­τη στιγ­μή, με ενθου­σί­α­σε, οι εικό­νες που δημιουρ­γού­σε, οι σιω­πές που υπήρ­χαν. Ο φόβος μου με την τηλε­ό­ρα­ση ήταν το… μιλάω, μιλάω, μιλάω και τι λέω; Αλλά τελι­κά στη σει­ρά είδα ότι ειπώ­νο­νται πράγ­μα­τα κι όχι μόνο μέσα από τα λόγια. Αυτό ήταν κάτι που μ’ ενθου­σί­α­σε, απο­φά­σι­σα να πάρω το ρίσκο και με δικαί­ω­σε, για­τί μου προ­σέ­φε­ρε πάρα πολ­λά πράγματα.

Ατέχνως info

Στο δια ταύ­τα: μία από τις σει­ρές που αξί­ζει να παρα­κο­λου­θή­σε­τε φέτος.

ΠΑΜΕ: Όλοι στην απερ­γία την 1η Μάη, η Πρω­το­μα­γιά δεν είναι αργία!

 

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο